– Κύριε, Κύριε, ἄνοιξον ἡμῖν… «Μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστεως!… Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος…
Ὁ γέρο-Κονόμος, στραφεὶς μὲ τὴν μίαν πλάτην πρὸς αὐτόν, ἔκαμε μισὸν σταυρόν.
– Κύριε ἐλέησον· … προσκυνᾶτε, χριστιανοί!… καταδῶ, κατὰ τὸν Νταραδῆμο, γυρίστε!
Κ᾿ ἐπῆγε ν᾿ ἀσπασθῇ καὶ νὰ λάβῃ τὸ ἀντίδωρον.
Ἔξω, εἰς τὰ στενὰ σοκάκια τοῦ βορείου ὑψηλοῦ χωρίου, ὀλίγον εἶχε πιάσει τὸ χιόνι, ἐμαίνετο ὁ βορρᾶς. Ὁ Νταραδῆμος εἶχεν ἀνάψει τὸ φαναράκι του, ὁ καπετὰν Κονόμος τὸν ἠκολούθει μακρόθεν.
– Καρτέρει κ᾿ ἐμένα, Δῆμο, νὰ μ᾿ φέξῃς λιγάκι.
Ὄπισθεν τοῦ γέρο-Κονόμου ἤρχετο ἡ Χρήσταινα ἡ Ντελησυφέρω μὲ τὸν ἐγγονόν της.
– Καλὴ χρονιὰ γείτονα, βοήθειά μας ὁ Χριστός!
– Καλὴ ψυχή, γειτόνισσα!
Ἐπροχώρησαν ὁμοῦ ὀλίγα βήματα. Ἔφθασαν εἰς τὴν αὐλὴν τῆς οἰκίας τοῦ γερό-Κονόμου.
– Ἔρχεσαι νὰ κάμουμε μία δουλειά, Δῆμο; λέγει οὖτος. Ἐσένα ἡ γριὰ σ᾿ βαριέται, δὲν θὰ σὄχῃ ζεστασιά. Ἐμένα ἡ Κονόμισσα θὰ μὄχῃ κάτι τί. Ἀνεβαίνεις; Ἐγὼ δὲν ἔχω ὕπνο.
– Καλά, θὰ σὰς στείλω κ᾿ ἐγὼ τηγανίτες ἀλειψές, εἶπεν ἡ Ντελησυφέρω.
– Μετὰ χαρᾶς θὰ τὶς δεχτοῦμε, γειτόνισσα.
Ἀνέβηκαν οἱ δυὸ εἰς τὸ ἀρχοντικόν του γερό-Κονόμου.
Ἐστρώθησαν εἰς τὰ πλούσια μεντέρια, σιμὰ εἰς τὸ παφλάζον πῦρ τῆς ἑστίας. Τὰ φουσκάκια (ἢ τοὺς λοκμάδες) τὰ εἶχε ἕτοιμα ἡ γερόντισσα. Τὸ φαγὶ τὸ εἶχε κατεβασμένο, καὶ δὲν εἶχε ρίψει τὸ ρύζι διὰ τὴν σούπαν, πρὶν ἔλθη ὁ γέρος νὰ τῆς πῇ.
Σελ. 12345678