Καὶ τὸ ἐπεισόδιον ἔληξε μετ᾿ ὀλίγους ψιθυρισμούς. Δὲν συνέβη, τὴν χρονιὰν ἐκείνην, οὔτε δάρσιμον, οὔτε μαλλιοτράβηγμα εἰς τὸ διαμέρισμα τῶν γηραιῶν γυναικῶν.

Εἰς τὴν ἀντικρινήν, τὴν νοτιοδυτικὴν γωνίαν τοῦ ναοῦ, ἐφαίνοντο μερικὰ πρόσωπα ἀνδρῶν νὰ μειδιοῦν, καὶ ἄλλοι νὰ μορφάζουν. Κάτι ἄλλο συνέβαινε.

Δυὸ παράξενοι γέροι, ὁ Νταραδῆμος, καὶ ὁ καπετὰν Γιῶργος ὁ Κονόμος, εἶχον τὴν μανίαν, ὁ μὲν πρῶτος ν᾿ ἀπαγγέλλῃ, μὲ φωνὴν ἀρκούντως ἀκουστήν, πρὶν νὰ τὰ εἴπῃ ἀκόμη ὁ παπὰς ἢ ὁ ψάλτης ἢ ὁ διαβαστής, πότε ὡς νὰ ἐβοήθει τὸν ψάλτην μακρόθεν, ὅλα τὰ μέρη τῆς ἀκολουθίας, τροπάρια, ψαλμούς, αἰτήσεις, ἐκφωνήσεις· ὁ δὲ δεύτερος νὰ δεικνύῃ ὅτι δὲν ἀνέχεται τὴν μανίαν αὐτὴν καὶ νὰ τὴν σκώπτῃ καὶ νὰ τὴν χλευάζῃ. Ὁ Νταραδῆμος, εἰς τὸ γωνιαῖον ἀκριβῶς στασίδι ἔλεγεν ὡς νὰ ἦτο uποβολεύς:

– «Ὁ Θεός, ὁ Θεός μου, πρὸς σὲ ὀρθρίζω. Ἐδίψησέ σε ἡ ψυχή μου».

Καὶ ὁ προεστὼς τοῦ χοροῦ, εἰς τὸ γιουδέκι ἄνωθεν τοῦ δεσποτικοῦ, ἐπανελάμβανεν:

– «Ὁ Θεός, ὁ Θεός μου, πρὸς σὲ ὀρθρίζω».

Καὶ ὁ Κονόμος ὅστις εὑρίσκετο δυὸ ἢ τρία στασίδια πᾶρε μπρός, στρεφόμενος πρὸς τοὺς περὶ αὐτόν: