Ἦτον ὑψηλή, ἰσχνή, μελαψὴ καὶ ρωμαλέα. Ἄνδρας εἰς τὴν ζωήν της θὰ εἶχε δείρει, κατὰ καιρούς, πέντε ἢ ἕξ· ἕνα πλεονέκτην γείτονα εἰς τὰ κτήματά της, ἕνα μικρέμπορον ὁποὺ τῆς «ἐπανώγραφε» τὰ ὀλίγα βερεσέδια της, ἕνα νέον χωροφύλακα, κ᾿ ἕνα εἰσπράκτορα τοῦ δημοσίου, ὁποὺ τῆς ἐζήτει, καθὼς ἰσχυρίζετο αὐτή, δυὸ φορὲς τὸν ἴδιον φόρον. Γυναῖκες εἶχε δείρει παραπολλὰς εἰς τὸν φοῦρνον καὶ εἰς ἕνα αὐλόγυρον, ὅπου ἅπλωναν τὰ πλυμένα ροῦχα, καὶ εἰς τὴν ἐξοχήν, κι ἀλλοῦ, καὶ μίαν εἰς τὴν ἐκκλησίαν.

Εὐτυχῶς, αὐτὴν τὴν φοράν, ἐκείνη ἥτις εἶχε τολμήσει νὰ τῆς πάρη τὸ στασίδι της -πρέπει νὰ ἦτον πολὺ ἄπειρος, διότι ἄλλως δὲν θὰ ἐτόλμᾳ νὰ τὰ βάλῃ μὲ τὴν Ντελησυφέρω- ἴσως διότι τὸ ἔκαμεν ἐξ ἀγνοίας, ἐφάνη λίαν ἐνδοτική. Ἅμα εἶδε τὴν γραῖαν, μὲ τὴν μακρὰν μεταξωτὴν μανδήλαν, καὶ τὸ βλοσυρὸν βλέμμα, νὰ ἐπέρχεται, ὡς θύελλα, κατ᾿ εὐθεῖαν πρὸς αὐτὴν (μία γείτων κάτι τῆς ἐψιθύρισεν εἰς τὸ ὠτίον), ἐξῆλθε καὶ παρεχώρησε τὴν θέσιν.

– Ἔλα, θεία-Μαργώ, εἶπεν. Ἐγὼ δὲν τὄ ῾ξευρα, πλιο, πὼς ἦτον δικό σου τὸ στασίδι.