Πῶς ἐβιάσθη κ᾿ ἐσήμαινε τόσον ἐνωρίς, ὁ παπα-Μανωλὴς ὁ Σιρέτης, τὴν ἀκολουθίαν τῶν Χριστουγέννων; Ἢ ὕπνον δὲν θὰ εἶχε, ἢ τ᾿ ὡρολόγι του εἶχε σταματήσει, ἢ τὸ ξυπνητήρι του τὸν ἐγέλασε. Ἄλλες χρονιὲς ἡ καμπάνα ἐβαροῦσε τέσσερες ὧρες νὰ φέξη, τώρα ἐχτύπησε βαθιὰ τὰ μεσάνυχτα. Κ᾿ ἡ θεία-Μαριὼ ἡ Χρήσταινα, ἡ κοινῶς λεγομένη Ντελησυφέρω, μόλις εἶχε κλείσει τ᾿ ὄμμα εἰς ἐλαφρὸν ὕπνον, καὶ ἀμέσως τὴν ἐξύπνησε τῶν κωδώνων ἡ χαρμόσυνος κλαγγή. Κι αὐτὴ ὁποὺ τὶς ἄλλες χρονιὲς ἦτον ἐπὶ ποδὸς μίαν ὥραν ἀρχύτερα, πρὶν σημάνη, στολισμένη κ᾿ ἕτοιμη, διὰ νὰ πάῃ μὲ τὴν ὥραν της νὰ πιάση καὶ τὸ στασίδι της, εἰς τὸ διαμέρισμα τῶν ἡλικιωμένων γυναικῶν -τὸ ὁποῖον εὑρίσκετο χωριστὰ ἀπὸ τὸν ἀνώγειον γυναικωνίτην, εἰς τὸ ἐπίπεδόν του ναοῦ, κατὰ τὴν βορειοδυτικὴν γωνίαν-, τώρα μόλις θὰ πρόφθανε νὰ ἐνδυθῆ καὶ νὰ ἑτοιμασθῆ καὶ θὰ ἔτρεχε μὲ βίαν, μήπως προλάβη καμμία ἄλλη, ἀπὸ ἐκείνας ποὺ πηγαίνουν εἰς τὴν ἐκκλησίαν δυὸ φορὲς τὸν χρόνον, διὰ νὰ δείξουν τὰ στολίδια τους, καὶ τῆς πάρη μὲ ἀδιακρισίαν τὸ στασίδι της.
Ἐσηκώθη, ἐνδύθη κ᾿ ἐστολίσθη, κ᾿ ἐφόρεσε τὴν μακρὰν μεταξωτὴν μανδήλαν της. ἐσήκωσε τὸν μικρὸν ἐγγονόν της, τὸν ἔνιψε, τὸν ἐστόλισε, ἄφησε τὴν νύμφην της, τὴν χήραν, νὰ κοιμᾶται μαζὶ μὲ τὸ μικρὸν κοράσιόν της, ἄναψε τὸ φαναράκι της κ᾿ ἐξῆλθε, συνοδευομένη ἀπὸ τὸν ἐγγονόν της. Κ᾿ εἶχε δίκαιον νὰ ἀνησυχῇ διὰ τὸ στασίδι, διότι οἱ περισσότερες, οἱ τωρινές, εἶναι βιλάνες, σοῦσες-μαροῦσες, ἀναφάνταλες, ἀστάνευτες. Δὲν ξέρει καθεμιὰ τὴν ἀράδα της. Αὐτή, διὰ νὰ ξέρῃ καλὰ τὴν δική της καὶ νὰ προσπαθῇ μὲ πάντα τρόπον νὰ τὴν φυλάξη, τῆς ἔβγαλαν κι αὐτὸ τὸ παρεγκώμι, καὶ τὴν εἶπαν Ντελησυφέρω. Οἱ τωρινές, ἐνόμιζαν τάχα πῶς ἦτον «ντελήδισσα γιὰ τὸ συμφέρο της» καὶ δὲν ἐνθυμοῦντο πλέον τὰ παραμύθια τῆς κυρούλας τους: «Κίνησ᾿ ὁ βασιλιᾶς νὰ πάῃ στὸ σεφέρι», ὁποὺ θὰ πῇ ἐκστρατεία, πόλεμος.