Ἀνάμεσα εἰς συντρίμματα καὶ ἐρείπια, λείψανα παλαιᾶς κατοικίας ἀνθρώπων, ἐν μέσῳ ἀγριοσυκῶν, μορεῶν μὲ ἐρυθροὺς καρπούς, εἰς ἔρημον τόπον, ἀπόκρημνον ἀκτήν, πρὸς μίαν παραλίαν βορειοδυτικὴν τῆς νήσου, ὅπου τὴν νύκτα ἑπόμενον ἦτο νὰ βγαίνουν καὶ πολλὰ φαντάσματα, εἴδωλα ψυχῶν κουρασμένων, σκιαὶ ἐπιστρέφουσαι, καθὼς λέγουν, ἀπὸ τὸν ἀσφοδελὸν λειμῶνα, ἀφήνουσαι κενὰς οἰμωγὰς εἰς τὴν ἐρημίαν, θρηνοῦσαι τὸ πάλαι ποτὲ πρόσκαιρον σκήνωμά των, εἰς τὸν ἐπάνω κόσμον -ἐκεῖ ἀνάμεσα ἐσώζετο ἀκόμη ὁ ναΐσκος τῆς Παναγίας τῆς Πρέκλας. Δὲν ὑπῆρχε πλέον οἰκία ὀρθή, δὲν ὑπῆρχε στέγη καὶ ἄσυλον εἰς ὅλον τὸ ὀροπέδιον ἐκεῖνο, παρὰ τὴν ἀπορρώγα ἀκτήν. Μόνος ὁ μικρὸς ναΐσκος ὑπῆρχε καὶ εἰς τὸ προαύλιον τοῦ ναΐσκου ὁ Φραγκούλης Κ. Φραγκούλας εἶχε κτίσει μικρὸν ὑπόστεγον καλύβην μᾶλλον ἢ οἰκίαν, λαβὼν τὴν ξυλείαν, ὅσην ἠδυνήθη νὰ εὕρη, καὶ τινὰς λίθους ἀπὸ τὰ τόσα τριγύρω ἐρείπια, διὰ νὰ στεγάζεται προχείρως ἐκεῖ καὶ καπνίζῃ ἀκατακρίτως τὸ τσιμποῦκι του, μὲ τὸν ἠλέκτρινον μαμόν, ἔξω τοῦ ναοῦ, ὁ φιλέρημος γέρων.

Ὁ ναΐσκος ἦτο ἰδιόκτητος· πρᾶγμα σπάνιον εἰς τὸν τόπον, λείψανον παλαιοῦ θεσμοῦ· ἦτον κτῆμα αὐτοῦ τοῦ γέροντος Φραγκούλα. Ὁ ἀξιότιμος πρεσβύτης, φέρων ὅλα τὰ ἐξωτερικὰ γνωρίσματα προεστοῦ, ὡραῖον φέσι τοῦ Τουνεζίου, ἐπανωβράκι τσόχινον, μὲ ζώνην πλατεῖαν κεντητήν, μακρὰν τσιμπούκαν μὲ ἠλέκτρινον μαμόν, καὶ κρατῶν μὲ τὴν ἀριστερὰν ἠλέκτρινον μακρὸν κομβολόγιον, δὲν ἦτο καὶ πολὺ γέρων, ὡς πενήντα πέντε χρόνων ἄνθρωπος. Κατήγετο ἀπὸ τὴν ἀρχαιοτέραν καὶ πλέον γνησίως αὐτόχθονα οἰκογένειαν τοῦ τόπου. Ἦτον ἐκ νεαρᾶς ἡλικίας εὐσταλής, ὑψηλός, λεπτὸς τὴν μέσην, μελαγχροινός, μὲ ἁδροὺς χαρακτῆρας τοῦ προσώπου, δασείας ὀφρύς, ὀφθαλμοὺς μεγάλους, ὀγκώδη ρῖνα, χονδρὰ χείλη προέχοντα. Ἠγάπα πολὺ τὰ μουσικὰ τά τε ἐκκλησιαστικὰ καὶ τὰ ἐξωτερικά, ὑπῆρξε δὲ μὲ τὴν χονδρήν, ἀλλὰ παθητικὴν φωνήν του, ψάλτης καὶ τραγουδιστὴς εἰς τὸν καιρόν του μέχρι γήρατος.