Ἄφησεν εἰς τὴν ἄκρην τὸ τσιμποῦκι, τὸ ὁποῖον εἶχε σβύσει ἤδη ἀνεπαισθήτως, ἐν μέσῳ τῆς ἀλλοφροσύνης τῶν ρεμβασμῶν τοῦ καπνιστοῦ, καὶ ἀκουσίως ἤρχισε νὰ ὑποψάλλῃ.

Ἔλεγε τὸν Μέγαν Παρακλητικὸν Κανόνα καὶ τὸν εἰς τὴν Παναγίαν, ὅπου διηγῳδοῦνται τὰ παθήματα καὶ τὰ βάσανα μιᾶς ψυχῆς καὶ τὴν σειρὰν ὅλην τῶν κατανυκτικῶν ὕμνων, ὅπου εἷς βασιλεὺς Ἕλλην, διωγμένος, πολεμημένος, στενοχωρημένος, ἀπὸ Λατίνους καὶ Ἄραβας καὶ τοὺς ἰδικούς του, διηγῳδεῖ πρὸς τὴν Παναγίαν τοὺς ἰδίους πόνους του, καὶ τοὺς διωγμούς, ὅσους ὑπέφερεν ἀπὸ τὰ στίφη τῶν βαρβάρων, τὰ ὁποῖα ὀνομάζει «νέφη».

Εἶτα, κατὰ μικρόν, ἀφοῦ εἶπεν ὅσα τροπάρια ἐνθυμεῖτο ἀπὸ στήθους, ὕψωσεν ἀκουσίως τὴν φωνήν, καὶ ἤρχισε νὰ μέλπῃ τὸ ἀθάνατον ἐκεῖνο: «Ἀπόστολοι ἐκ περάτων, συναθροισθέντες ἐνθάδε Γεθσημανῇ τῷ χωρίῳ κηδεύσατέ μου τὸ σῶμα, Καὶ Σύ, Υἱὲ καὶ Θεέ μου, παράλαβέ μου τὸ πνεῦμα»,

…Καὶ εἶτα προσέτι, παρεκάλει διὰ τοῦ ᾄσματος τὴν Παναγίαν, νὰ εἶναι μεσίτρια πρὸς τὸν Θεόν, «μή μου ἐλέγξη τὰς πράξεις ἐνώπιον τῶν Ἀγγέλων…» Ὤ, αὐτὸ εἶχε τὴν δύναμιν καὶ τὸ προνόμιον νὰ κάμνῃ πολλὰ ζεύγη ὀφθαλμῶν νὰ κλαίωσι τὸν παλαιὸν καιρόν, ὅταν οἱ ἄνθρωποι ἔκλαιον ἀκόμη ἑκούσια δάκρυα ἐκ συναισθήσεως…