Ποτὲ δὲν μ’ ἐνδιέφεραν ἡ φήμη, ἡ δόξα. Μόνος πόθος μου: νὰ περνῶ πάντα ἀπαρατήρητος, ἂν δὲν τὸ μποροῦσα εὐχάριστος, ἀνάμεσα στοὺς συγκαιρινούς μου «συνοδίτας». Κι ὅμως ἄκουσα κι αὐτὴ τὴν κουβέντα, ποὺ μοῦ ἐξετόξευσε, δὲν ξέρω πιὰ σὲ τί φύλλο, ἀγανακτισμένος «φιλολογικός» του συνεργάτης: «Ἐγγονόπουλε, πάψε πιὰ νὰ βασανίζεσαι καὶ νὰ μᾶς βασανίζης!»…

Τώρα, ποιοί οἱ ἀποτελοῦντες τ’ ὀργισμένο πλῆθος, ποὺ μὲ καταδίκαζε κι ἐμένα; Οἱ αἰώνιοι, οἱ γνωστοί, οἱ συνηθισμένοι.

Πρὶν ἀπ’ ὅλα οἱ ἀδιάφοροι, ποὺ οἱ συνήθεις ἀσχολίες τους εἶναι τελείως ἄλλες καὶ γιὰ τοὺς ὁποίους: πνεῦμα, ποίησις, τέχνες, εἶναι ἄφραγο χωράφι, ὅπου πιστεύουν ὅτι δικαιοῦνται νὰ μπαίνουν ὡς τὸ κρίνει τὸ κέφι τους, ν’ ἀνοηταίνουν, νὰ «σπᾶν πλάκα» κατὰ τὸ δὴ λεγόμενο. Μάλιστα ὅταν βρεθοῦν καὶ καλοθελητὲς νὰ τοὺς ἐμπνεύσουν καὶ νὰν τοὺς κάμουν τὴν ἀρχή!… (Ἄλλωστε, γι’ αὐτοὺς κάθε τὶ ποὺ δὲν ἔχει ἄμεση ὠφελιμότητα εἶναι, κατ’ ἀρχήν, ἀσυζήτητα «γελοῖο».)

Ὕστερα οἱ «νερόβραστοι», αὐτοὶ ποὺ πιθανὸν νὰ ἔχουν κάποιο μικρὸ ἐνδιαφέρον γιὰ μίαν ἐλάχιστη περιοχὴ τῆς τέχνης καὶ πού, μέσ’ στὴν ἄγνοια καὶ τὴν ἀμάθειά τους, τὴν ἡμιμάθειά τους ἔστω, παίρνουν κι αὐτοὶ τὸ δικαίωμα νὰ ἐπιτίθενται καὶ νὰ βρίζουν μ’ ὅσους διαφωνοῦν.