Κι οἱ Θεοὶ ἡττῶνται ὅταν τὰ βάλουν μὲ τὴ βλακεία, λέει ὁ Γερμανὸς ποιητής. Ποῦ θὰ βρισκόμουν καταβαραθρωμένος, ποὺ δὲν εἶμαι, ἁπλῶς, παρὰ ἕνας ζωγράφος καὶ ποιητὴς μὲ σῶμα θνητό; Ἂν ἐσώθηκα, αὐτὸ τὸ χρωστῶ στοὺς ἐλάχιστους φίλους ποὺ μοῦ παραστάθηκαν…

Τὸ σημείωμα αὐτό, ποὺ πρέπει νὰ εἶναι ὅσο τὸ δυνατὸ συντομώτερο, δὲν μοῦ ἐπιτρέπει νὰ ἐπεκταθῶ καὶ στὸ ποιητικό μου «πιστεύω»… Θὰ περιοριστῶ σὲ μερικὲς γραμμὲς μόνο γιὰ τὴ γλώσσα ποὺ χρησιμοποιῶ. Κι ἡ ὁποία δέχτηκε συχνὰ τὸν χαρακτηρισμό, σὰν ψόγο, τῆς «μικτῆς». Πρέπει νὰ πῶ πὼς εἶναι ἁπλούστατα ἡ γλώσσα ποὺ μιλῶ. Ἄλλωστε πρωτεύουσα σημασία δὲν ἔχει τὸ νὰ γίνεται κανεὶς ἀντιληπτὸς ἀπὸ κείνους ποὺ ἐπιθυμοῦν, πραγματικά, νὰ τὸν καταλάβουν;

Νόμιμη γλώσσα, γιὰ μᾶς, εἶναι ἡ γλώσσα ἡ ἑλληνική. Δὲν ἔχουν κανένα νόημα ἀπολύτως αὐτὲς οἱ γνῶμες οἱ φανατικὲς γιὰ «μικτή», «καθαρεύουσα», «δημοτική». Πρέπει ν’ ἀντιμετωπίζονται μὲ ἀπόλυτη ἀδιαφορία ἤ, ἂν τὸ θεωροῦμε σκόπιμο, μ’ αὐτὸν τὸν μόνον ἐπιτρεπόμενο φανατισμό: ἐκεῖνον ποὺ ἐμπνέει τὸν πόλεμο ἐναντίον κάθε εἴδους φανατισμοῦ.