Ἔπειτα οἱ καθαρῶς κακοί, ποὺ ἀπονέμουν εἰς ἑαυτούς, ἔτσι, τὸ δικαίωμα νὰ βλάπτουν τοὺς συνανθρώπους μὲ κάθε πρόφαση. Ἀλήθεια, οἱ ἀναγνωρίζοντες εἰς ἑαυτοὺς δικαιώματα δὲν ἀξίζουν καὶ πολλὰ πράγματα: ὁ πραγματικὰ πνευματικὸς ἄνθρωπος καθήκοντα, καὶ μόνο, παραδέχεται κι ἀναγνωρίζει στὸν ἑαυτό του…

Πάντως τὸ πλέον ὀδυνηρὸ τῆς ὅλης προπολεμικῆς μου αὐτῆς περιπέτειας ἦταν ἄλλο. Ἡ στάσις τῶν «ἀνθρώπων τοῦ πνεύματος» καὶ τῶν «συναδέλφων» γύρω μου.

Ἀπὸ τοὺς ἀδιάφορους πρὸς τὴν ποίηση, ἢ μᾶλλον τοὺς ξεκάθαρα ἐχθροὺς τῆς ποιήσεως, οἱ λοιδωρίες κι οἱ ἐπιθέσεις σ’ ἕναν γνήσιο ἐκπρόσωπό της. Χαρά τους νὰ τὸν βρίσουν, νὰ προσπαθήσουν νὰ τὸν ἐξοντώσουν. Μέχρις ἐκείνων ποὺ μπορούσανε νὰ καταλάβουν τί ἔλεγα, καὶ νὰ προσπαθήσουν νὰ ἁπαλύνουν, νὰ κατευνάσουν τὸ ἄνομο φέρσιμο, ἀλλὰ δὲν τὸ ἔκαμαν, ὠθούμενοι εἴτε ἀπὸ συμφέρον, εἴτε ἀπὸ σκέτη ζήλεια…

Μπροστά μου, ἄλλοι μοῦ ἔκαναν τὸν φίλο, ἄλλοι τὸν ἐπιεικῆ, πίσω μου ὅλοι τους συνένωναν τὶς φωνές τους μὲ τὸ σκυλολόι. Νὰ μὴ λείψουν νὰ ἐκδικηθοῦν, μὲ τὸν τρόπο τους, ἐκεῖνον ποὺ ἔκανε αὐτὸ ποὺ κι οἱ ἴδιοι θὰ ποθοῦσαν νὰ ἔκαναν, ἀλλὰ δὲν εἶχαν τὴν ἱκανότητα.