Ἡ προσδοκία της προσφορᾶς ἀπὸ μέρους τῶν ἑτερόδοξων Ἐκκλησιῶν μίας σημαντικῆς ὤθησης στὴ πορεία πρὸς τὴν ἑνότητα ἐμφανίζει δυσλειτουργίες καὶ ἔλλειψη ἀξιοπιστίας, μιὰ καὶ ἡ ἐκκοσμίκευση της ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς καὶ ἡ ἀλλοτρίωση ἀφ’ ἑνός, καὶ ἡ ἐκλογίκευση τῆς πίστεως ἀφ’ ἑτέρου στέκονται ἐμπόδια στὴν ἱκανοποίηση τῶν ἐσώτατων μυστικῶν ἐπιθυμιῶν καὶ ἀναγκῶν του ἀνθρώπου, παρ’ ὅλες τὶς φιλότιμες προσπάθειες των.

Ὑπὸ τὸ φῶς αὐτῶν τῶν δεδομένων τίθεται κάπως παρηλλαγμένο τώρα πάλι τὸ ἴδιο ἐρώτημα.

Τι εἶναι ἡ Εὐρώπη γιὰ τὴν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας; Καὶ περαιτέρω ποιὸς ὁ ρόλος της Ἐκκλησίας μας μέσα σ’ αὐτήν;

Ἔχουμε κάποια ἰδιαίτερη ἀποστολὴ ἢ μήπως ἀπλῶς συμβιώνουμε ὄπως-ὄπως μὴ ἔχοντας τὴ δυνατότητα νὰ προσφέρουμε κάτι θετικὸ καὶ οὐσιαστικό;

Γιὰ τὴν Ἐκκλησία ἡ Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση δὲν εἶναι μόνο μιὰ οἰκονομικὴ καὶ πολιτικὴ συνεργασία ὠρισμένων κρατῶν, οὔτε κὰν μιὰ διακρατικὴ κοινότητα οἰκονομικοπολιτικῶν στόχων.

Ἐὰν αὐτὰ ἢ κάτι σὰν αὐτὰ ἦταν ἡ Εὐρώπη δὲν θὰ εἶχε λόγους ἡ Ἐκκλησία νὰ τὰ παρακολουθεῖ καὶ νὰ τὰ ὑπερασπίζεται, ἀκριβῶς διότι ἡ Ἐκκλησία δὲν κάνει πολιτική.