Ὅταν ἐμεῖς τραγουδᾶμε ὅτι “ἄξιον ἐστί μεγαλύνειν σὲ τὸν ζωοδότην…”, ἀναλογιζόμενοι ὅτι “σήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου ὁ ἐν ὕδασι τὴν γῆν κρεμάσας,” δὲν ξεπέφτουμε σὲ ἀσύστολους ὀδυρμούς, γιατὶ δὲν πλημμυρίζει τὴν σκέψη μας ὁ θάνατος, ἐπειδὴ πιστεύουμε στὸν Ζωοδότη, ὁ ὁποῖος καὶ πάσχοντας δὲν παύει νὰ εἶναι ὁ Δημιουργὸς τοῦ κόσμου.

Οἱ τραγουδιστὲς τῆς Harmonia Mundi ἅδουν τοὺς ὕμνους ὡς ἐὰν ἐπρόκειτο γιὰ κοινοὺς θρήνους.

Ἡ μελωδία ἴδια καὶ ἀπαράλλακτη, οἱ φωνὲς ἀλάνθαστες, ἀλλὰ μακριὰ ἀπὸ τὸ βίωμα ποὺ δημιούργησε τὰ ἔργα αὐτά. Καταλαβαίνουμε λοιπὸν τί ὑπερισχύει, ὅποτε λείπει ἡ ζωντανὴ παράδοση; Καταλαβαίνουμε τί ἐμπαιγμός, ὅταν προσπαθοῦμε νὰ πληροφορηθοῦμε κάτι ποὺ δὲν ἀνήκει στὸ δικό μας παρὸν καὶ δὲν προσδιορίζει τὸν βίο μας;