Ἡ δεύτερη στροφὴ (ὅπως κάθε ἑπόμενη) ἀρχίζει μὲ ἐπίκληση τῆς ἀρχικῆς Σιωπῆς, τῆς Ἥσυχης Νύχτας καὶ ὑπερκόσμιας Εἰρήνης καὶ Φωτεινότητας, προσθέτοντας τὰ πρόσωπα τῶν ποιμένων, οἱ ὁποῖοι παρίστανται μὲ δέος στὸν Κύκλο ὅλων τῶν πραγμάτων ποὺ ἔχουν σταθεῖ γύρω ἀπὸ τὴν Γέννηση. Ἡ Ἡσυχία δένει μὲ τὸν ἦχο γιὰ πρώτη φορὰ ὅπως ἀρχίζουν νὰ ἀκούγονται οἱ δόξες τῶν Ἀγγέλων, ποταμὸς δοξολογίας ἀπὸ ψηλά, εἰσάγοντας στὸν κόσμο Ἐκεῖνον ποὺ δὲν ἀποκαλεῖται πιὰ βρέφος, ἀλλὰ Χριστὸς ὁ Σωτήρας.

Λυπᾶμαι ποὺ θὰ διακόψουμε ἐδῶ τὸ καλὸ αὐτὸ ποίημα μολύνοντας τὴν ὕπαρξή μας μὲ τὶς ‘ἐμπνεύσεις’ τῶν ‘Ἑλλήνων’ μεταφραστῶν:“Ἅγια νύχτα σὲ προσμένουν μὲ χαρὰ οἱ Χριστιανοί, / καὶ μὲ πίστη ἀνυμνοῦνε, τὸ Θεὸ δοξολογοῦνε, / μ’ ἕνα στόμα μιὰ φωνή, / ναί μὲ μιὰ φωνή.”

Τὰ περισσότερα προσκοπικὰ τραγούδια εἶναι ἀσυγκρίτως πιὸ γόνιμα ἀπὸ αὐτὸ ἐδῶ τὸ αἶσχος. Ὅλες οἱ ποιότητες τοῦ πρωτοτύπου ἔχουν ἀγνοηθεῖ, ἡ Ἡσυχία ἁπλῶς δὲν ἔχει θέση σὲ συνείδηση ρηχότητας καὶ θρησκευτικῆς νομιμοφροσύνης, μιὰ δῆθεν ‘ἅγια νύχτα’ ἐμφανίζεται βιαστικὰ γιὰ νὰ χαθεῖ στὴν προσμονή, μελλοντικὸ γεγονὸς καὶ ὄχι τοῦ παρόντος, καλοὶ χριστιανοὶ ποὺ περιμένουν χαρούμενοι τὰ δῆθεν Χριστούγεννα μὲ τὰ καλά τους, καὶ ἀνυμνοῦνε, καὶ δὲν φθάνει αὐτό, ἀλλὰ (γιὰ νὰ βγεῖ τὸ μέτρο) δοξολογοῦνε, μ’ ἕνα στόμα, καὶ (γιὰ νὰ βγεῖ ἡ ρίμα) μιὰ φωνή, ὡς ἐὰν δὲν ἐνδιέφερε ἄλλο ἀπὸ τὸ ἂν τραγουδοῦν μονοφωνικά, κι ἐπειδὴ ὁ συντάκτης ὀφείλει νὰ ἐπαναλάβει τὴν τελευταία φράση, ἐπανάληψη τῆς ὁποίας αὐτούσια δὲν δικαιολογεῖται, διότι πρόκειται γιὰ παντελῶς ἀσήμαντη φράση, τὴν παραλλάσσει, καὶ γιὰ νὰ βγεῖ πάλι τὸ μέτρο κολλάει στὴν ἀρχὴ ἕνα ‘ναί,’ ὅτι πράγματι, μήν ἀμφιβάλλετε, ὑμνοῦν μονοφώνως… Αὐτὴ ἡ χυδαία μπουρδολογία εἶναι ἡ ἑλληνικὴ ἀπόδοση τῆς Ἥσυχης Νύχτας, καὶ δὲν συμφέρει τὴν σκέψη μας νὰ κρίνουμε τὴν δυτικὴ θεολογία μὲ τὰ δικά μας καμώματα.