Δὲν εἶναι εὐρύτερα γνωστή, ὅσο ἂς ποῦμε ἡ Δημουλᾶ, ὅμως καὶ ἡ ἁπλὴ μνημόνευση ἀμφοτέρων ἀδικεῖ τὴν Ἑλένη Λαδιᾶ, γιατὶ ἀνύπαρκτη ἡ σχέση της μὲ τὴν ἀπαιδευσία καὶ τὴν ἀπουσία ταλάντου καὶ ἐμπνεύσεως.

Διαβάζω μὲ προσοχὴ τὰ κείμενά της γιὰ τὴν ποιητικότητα ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν μεγάλη της ἀρχαιογνωσία (πάντα θὰ μάθω κάτι νέο στὶς σελίδες της), τὴν προσοχὴ στὴν ἀκρίβεια τῆς ἔκφρασης, τὴν συγκρότηση, τὴν ἐπιδίωξη πληρότητας καὶ τὸν σεβασμὸ στὸν ἀναγνώστη της, γιὰ τὸν ὁποῖο συγκεντρώνει τὰ περισσότερα καὶ καλύτερα, κυρίως ἀπὸ ἐντός της — καὶ δὲν εἶναι λίγα ὅσα ἔχει. Σὲ ἡμέρες τρελές, μὲ μάτια στὸ σχῆμα τοῦ Εὐρώ, ὑπάρξεις ὅπως τῆς Ἑλένης παρηγοροῦν μεταφέροντας στὴν πραγματικότητα — ἄν θέλουμε νὰ ἀκολουθήσουμε, ἐννοεῖται.

Στὶς Φυσιογνωμίες Τόπων ἡ συγγραφέας ἐξομολογεῖται σχέσεις της μὲ τὸ Ἅγιον Ὄρος, τὴν Ἀλβανία, τὴν ἑλληνόφωνη Ἰταλία, τὸν αἰγυπτιακὸ Νεῖλο καὶ τοὺς Κόπτες τῆς Αἰγύπτου, τὴν Μικρὰ Ἀσία, τὸ Ἀϊβαλί, τὴν ἔρημο τῆς Νιτρίας καὶ τὴν Ἀλεξάνδρεια, τὸν δρόμο πρὸς τὸν Ἰωάννη τὸν Σιναΐτη…

Ἀμέσως στὴν πρώτη σελίδα, ἀρχίζοντας ἀπὸ Οὐρανουπόλεως, “ποὺ τὴν φανταζόμουνα πάντα σὰν τὴν τελευταία πόλη τῆς γῆς καὶ τὴν πρώτη τοῦ οὐρανοῦ”, ἀντὶ ἀδίκου παραπόνου γιὰ τὸ ἄβατον μετατρέπει τὴν ἀνάγκη σὲ εὐκαιρία καὶ “μεταμορφώθηκα σ’ ἕναν τεράστιο ὀφθαλμό”, περιδιαβάζοντας μὲ τὸ πλοιάριο ὅπου “κοσμημένη ἡ ἐξωτερικὴ πλευρὰ τοῦ Ὄρους μὲ πράσινους θάμνους καὶ κίτρινους ἀσπάλαθους… ἕνα τεράστιο ἀβγό, ἀβγὸ τῶν Ὀρφικῶν ποὺ περιέκλειε τὸ σύμπαν…”