Ἂν αὐτό ’χες θελήσει, δὲν ἔπρεπε μέσα
ἀπὸ σπλάχνα γυναίκας νὰ περάσεις:
Ἂς ἔσκαβαν, σωτῆρες γιὰ νά βρουν,
τὰ σπλάχνα τῶν βουνῶν, ὅπου ἀπὸ τὸ σκληρὸ τὸ σκληρὸ βγαίνει.
Δὲ νοιώθεις πόνο ἐσύ, ἔτσι νὰ ἐρημώνεις
τὴν ἀγαπημένη κοιλάδα σου;
Δὲς τὴν ἀνημποριά μου!
Δὲν ἔχω παρὰ ρυάκια ἀπὸ γάλα κι ἀπὸ
δάκρυα μόνο —
μὰ ἐσὺ μέσα στὸ ὑπέρμετρο ἦσουν πάντα…
Μὲ πόση δὲ μοῦ εὐαγγελίστης πολυτέλεια! Γιατί ὅμοια ἄγριος ἀπ’ τὰ σπλάχνα μου δὲ βγῆκες;
Ἂν μόνο τίγρεις χρειάζεσαι, νὰ σὲ ξεσκίσουν,
γιατί μ’ ἔμαθαν, τότε, στὸν γυναικωνίτη,
Σελ. 12