Ἂν αὐτό ’χες θελήσει, δὲν ἔπρεπε μέσα

ἀπὸ σπλάχνα γυναίκας νὰ περάσεις:

Ἂς ἔσκαβαν, σωτῆρες γιὰ νά βρουν,

τὰ σπλάχνα τῶν βουνῶν, ὅπου ἀπὸ τὸ σκληρὸ τὸ σκληρὸ βγαίνει.

Δὲ νοιώθεις πόνο ἐσύ, ἔτσι νὰ ἐρημώνεις

τὴν ἀγαπημένη κοιλάδα σου;

Δὲς τὴν ἀνημποριά μου!

Δὲν ἔχω παρὰ ρυάκια ἀπὸ γάλα κι ἀπὸ

δάκρυα μόνο —

μὰ ἐσὺ μέσα στὸ ὑπέρμετρο ἦσουν πάντα…

Μὲ πόση δὲ μοῦ εὐαγγελίστης πολυτέλεια! Γιατί ὅμοια ἄγριος ἀπ’ τὰ σπλάχνα μου δὲ βγῆκες;

Ἂν μόνο τίγρεις χρειάζεσαι, νὰ σὲ ξεσκίσουν,

γιατί μ’ ἔμαθαν, τότε, στὸν γυναικωνίτη,

ἕνα ἁπαλό, καθάριο ροῦχο νὰ σοῦ ὑφαίνω,

πού, μήτε μιὰ φορά, τὸ πιὸ μικρὸ τῆς ραφῆς ἴχνος, νὰ σὲ στενοχωρᾶ;

Ἡ ζωή μου ἔτσι ἦταν ὅλη, καί, τώρα, ξαφνικά, ἀναποδογύρισες τὴ φύση.

Ρίλκε, ἀπὸ τὴν Ἄλλη του πλευρά