Παραξενεύει ἡ Ἑλένη μὲ τὰ ταξίδια αὐτά, γιατὶ ἡ ἴδια εἶναι “ὕπαρξη τῆς Ἑστίας“, ὄχι τοῦ ἔξω. Ἡ Ἑλένη σὰν νὰ ταξιδεύει ἀκίνητη, σχεδὸν μεταφέροντας τὴν ἑστία της ὅπως οἱ χελῶνες ἢ ὅπως διαβάζοντας παλιὲς φωτογραφίες στὸ σπίτι της, ψηλαφῶντας τὸ θέμα της μὲ τὸ χέρι της μόνο πιὸ ἁπλωμένο, τὴν ὅρασή της πιὸ ἔντονη. Γι’ αὐτὸ εἶναι θαυμάσιος καὶ δυσεύρευτος ξεναγός.

Πολὺ πέρα ἀπὸ τὸ τουριστικὸ τίποτα καὶ τὶς ‘ζωντανὲς’ ἐγκυκλοπαίδειες, ποὺ συνήθως τὸ ξεναγοῦν μπολιάζοντάς το μὲ πυκνὴ ἀνία, ἡ Ἑλένη Λαδιᾶ βρίσκεται στοὺς Τόπους της σχεδὸν μονολογῶντας, συζητῶντας μὲ τὸν ἑαυτό της, ἐπιτρέποντας μόνο σὲ ὅποιον μπορεῖ νὰ πλησιάσει μὲ σιωπή.

Ὅπως ἐξηγεῖ ἡ ἴδια γιὰ τὴν ΚΠολη, “δὲν μπορῶ νὰ μιλήσω, κρατῶ μονάχα νωπὰ τὰ διαβάσματα κάθε φορὰ ποὺ τὴν ἐπισκέπτομαι, καὶ οἱ βυζαντινὲς σελίδες ζωντανεύουν στὸν νοῦ μου…” Ἔτσι ζωντανὴ καθρεφτίζεται ἡ Καππαδοκία της, “διαρκὴς στιγμὴ δημιουργίας, ἀφοῦ βρίσκεται συνεχῶς στὸ μεταίχμιο τῆς ὕλης καὶ τῆς μορφῆς”, ἐνῶ στὴν Τροία γεννιέται μιὰ ταπείνωση ἄγνωστη στοὺς Ἕλληνες τῆς μαγκιᾶς καὶ τοῦ σκυλάδικου: “ν’ ἀγγίξω τὸν χῶρο, νὰ δῶ τὴν φυσιογνωμία του, νὰ ξαναθυμηθῶ τὰ γόνιμα ξενύχτια μὲ τὸν Ὅμηρο, τὸν ὀδυρμό μου γιὰ τὸν Ἕκτορα καὶ τὸν Αἴαντα τὸν Τελαμώνιο…”