Ἀπὸ τὰ στοιχεῖα

ΝΑΙ, ἰσχυρίζεται ὁ Νίτσε μὲ περιφρόνηση: ὁ χριστιανισμὸς εἶναι θρησκεία τῶν ἀδύναμων! Ὁ φιλόσοφος τοῦ θανάτου τοῦ Θεοῦ νόμιζε γιὰ τὸν ἄνθρωπο ὅτι εἶναι ἀξιοθαύμαστος, ἂν ἀντέχει τὴν ἀπουσία νοήματος προσθέτοντας στὴν κοσμικὴ τὴν δική του προσωπικὴ σκληρότητα, ἡρωϊκοῦ βαθμοῦ ἀντοχὴ τοῦ μηδενός. Δὲν εἴμαστε ὑποχρεωμένοι, ἐπειδὴ ὁ ἴδιος τὴν συνόδευε μὲ περιφρόνηση, νὰ κάνουμε πὼς δὲν βλέπουμε ὅση ἀλήθεια ὑπάρχει στὴν κρίση τοῦ Νίτσε, διότι πράγματι ὁ χριστιανισμὸς εἶναι θρησκεία τῶν ἀδύναμων, καὶ ὅποιος δὲν ἔγινε ἔτσι χριστιανός, ἀκόμη δὲν ἄρχισε νὰ πιστεύει πραγματικά.

Ὁ Λόγος ποὺ ἱδρύει πίστη καὶ θρησκεία ἀναγνωρίζει ἀπαρηγόρητους ἀνθρώπους: δὲν λέει, ἐλᾶτε σὲ μένα ὅσοι βρήκατε τὸν σύντροφο τῆς ζωῆς σας ἢ ἀπολαμβάνετε τὴν καριέρα σας ἢ χαιρόσαστε τὰ παιδιά σας ἢ ἔχετε μεγάλους στόχους καὶ σπουδαῖο ἔργο, ἀλλὰ λέει “ἐλᾶτε σὲ μένα ὅλοι οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, κι ἐγὼ θὰ σᾶς ἀναπαύσω.” Ὁ χριστιανισμὸς δὲν ἀποτελεῖ ἐναλλακτικὴ κοσμοθεωρία, ἱκανοποιῶντας ἢ ἀπογοητεύοντας τὴν διανοητικὴ περιέργεια, δὲν εἶναι οὔτε θεωρητικὸ καὶ ἱστορικὸ θεμέλιο σειρᾶς καθηκόντων γιὰ τὴν διασφάλιση τῆς θείας εὔνοιας. Ἡ ἀλήθεια του ἀρχίζει νὰ φανερώνεται ὅταν δὲν παρηγορεῖ οὔτε κἂν ὁ σύντροφος, οὔτε τὸ παιδί μου, ὁ φίλος, τὸ ἐπάγγελμα, τίποτα ἀπολύτως. Γι’ αὐτὸ στὸ Εὐαγγέλιο δηλώνεται πὼς οἱ χριστιανοὶ εἶναι σὰν ξένοι — δὲν ἀνήκουν πουθενὰ καὶ σὲ κανένα, δὲν ἀποβλέπουν πουθενὰ καὶ σὲ κανένα, τίποτα δὲν τοὺς δένει καὶ δὲν τοὺς κρατάει, οὔτε ἄνθρωπος, οὔτε τόπος, οὔτε ἀσχολία, ἀλλὰ εἶναι ὅπως ὁ ἄνεμος, ποὺ τὸν ἀκοῦμε καὶ δὲν γνωρίζουμε ἀπὸ ποῦ ἔρχεται καὶ ποῦ πηγαίνει.