Ἂν ἡ πίστη κατάντησε ἰδεολογικὸ συμπλήρωμα τοῦ καλοῦ οἰκογενειάρχη καὶ ὑπεύθυνου πολίτη, κάτι σὰν πνευματικὸ ἄλλοθι τῆς ‘κανονικῆς’ ζωῆς, ἐκείνης ποὺ εἶδε στὸ πρόσωπό Του ἀπειλὴ ἀντὶ σωτηρίας, ὅπως θυμίζει ὁ Σμέμαν, πρόκειται γιὰ τὸ ἀντίθετό της, ἀναίρεση τῆς πίστης καὶ παρωδία, ἔστω χωρὶς ἐπίγνωση, τὸ δὲ ἀνεπίγνωστο ἐνδέχεται νὰ δημιουργεῖ καὶ ἄλλα δεινά, χωρὶς νὰ ἀπαλλάσσει ἀπὸ κανένα. Στὴν ζωὴ ποὺ φανερώνει τὸ Εὐαγγέλιο δὲν ἀρκεῖ ἁπλὴ κατάφαση τοῦ ἑαυτοῦ κι ἐλαφριὰ συνείδηση, ἡ ἀκεραιότητα ὠφελεῖ ὣς τὸ τέλος μόνο ἂν ἔχει Λόγο νὰ ὑπάρχει.

Ἀπὸ τὰ στοιχεῖα