Δραματουργικὰ τὸ κέντρο βάρους βρίσκεται στὸ πρόσωπο τοῦ Μαρὶν Μαραί, καταλαμβάνοντας μὲ ἔμφαση ἤδη τὴν ἀρχὴ τῆς ταινίας, δημιουργῶντας ἀμφιβολία γιὰ τὴν γνησιότητα τῆς σχέσης του μὲ τὴν μουσικὴ καὶ τὴν ἴδια τὴν ζωή – ἀμφιβολία ποὺ δὲν ἐπιλύεται παρὰ μόνο στὶς τελευταῖες σκηνές, κερδίζοντας ταυτόχρονα τὴν ἀποδοχή μας καὶ τὴν ἀποδοχὴ τοῦ δασκάλου του. Ἀπὸ τὴν πλευρὰ αὐτὴ ἡ ταινία ἀνήκει στὸ δημοφιλὲς εὐρωπαϊκὸ εἶδος τῶν ‘ἔργων ἐνηλικίωσης’ ἢ διαμόρφωσης / ἀνακάλυψης τοῦ προσωπικοῦ χαρακτῆρα, ὅταν κερδίζει κανεὶς τὴν νεανικότητά του ἀκόμη πιὸ γνήσια, καθαρὴ καὶ ὁλοκληρωμένη.

Ἡ ταινία περιέχει ἐπίσης μιὰ διάσταση κοινωνικότητας, πού, ἰδίως μετὰ τὸν ρομαντισμό, ὑποχωρεῖ. Ὑπάρχει στὰ Πρωϊνὰ ἡ (συνήθης) διάκριση τοῦ δημιουργικοῦ ἀτόμου ἀπὸ τὸ ‘πολὺ πλῆθος’ – ἕνα πλῆθος ποὺ περιέχει τὴν ρατσιστικοῦ τύπου βασιλεία τῶν δυτικῶν κρατῶν, μὲ ὅλους τοὺς εὐγενεῖς καὶ αὐλικούς της, ἀλλὰ δὲν ὑπάρχει ἡ εἰκόνα τοῦ δημιουργοῦ ἀποκλεισμένου στὸ ἐργαστήριό του, οὐσιωδῶς ἀποκομμένου ἀπὸ κάθε προσωπικὴ σχέση.