Δὲν μ’ ἀρέσει ἡ χυδαιότητα ποὺ συμβιώνει μὲ τοὺς πάντες, τὰ ἔχει καλὰ μὲ ὅλους, δὲν ἱδρώνει τὸ αὐτάκι της γιὰ ἀρχὲς καὶ ἀξίες.
Αὐτοὺς ἔχει κατὰ νοῦ ὁ Μ. Βασίλειος, καὶ λέει ὅτι ἀπὸ τέτοιους ὁ σκύλος εἶναι ἀσύγκριτα πιὸ σεβαστός:
«Κάθε ἀχάριστο ἄνθρωπο ντροπιάζει τελείως ἡ εὐγνωμοσύνη τοῦ σκύλου, γιατὶ ὁ σκύλος θυμᾶται πάντα τὸ καλὸ ποὺ τοῦ ἔκαναν. Καὶ σὲ φόνους τῶν κυρίων τους στὴν ἐρημιὰ πολλοὶ σκύλοι πέθαναν ἐπιτόπου, ὅπως εἶναι γνωστό, ἐνῶ ἄλλοι ὁδήγησαν τοὺς κυνηγοὺς τῶν φονιάδων ὅσο τὸ φονικὸ ἦταν πρόσφατο, κι ἔγιναν αἰτία νὰ πιαστοῦν οἱ κακοῦργοι καὶ νὰ δικαστοῦν.
Τί θὰ ποῦν ὅσοι δὲν ἀγαπᾶνε τὸν Κύριο ποὺ τοὺς δημιούργησε καὶ τοὺς μεγαλώνει, ἀλλὰ κι ἔχουν φίλους αὐτοὺς ποὺ συκοφαντοῦν τὸν Θεό, καὶ στὸ ἴδιο τραπέζι κάθονται μαζί τους, κι ἀνέχονται τὴν ἴδια τὴν ὥρα τοῦ φαγητοῦ συκοφαντίες γιὰ Ἐκεῖνον ποὺ μᾶς τρέφει;»