Καὶ οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι καὶ πλῆθος ἀνθρώπων εἶδαν τὸν Κύριο μὲ τὸ ἀνθρώπινο σῶμα Του, ἀλλὰ δὲν τὸν γνώρισαν ὅλοι ὡς Κύριο. Ὅμως σὲ μένα τὸν πολυαμάρτητο δόθηκε μέσα στὸ Ἅγιο Πνεῦμα νὰ γνωρίσω ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι Θεός.

Ὁ Κύριος ἀγαπάει τὸν ἄνθρωπο καὶ ἐμφανίζεται σὲ αὐτόν, ὅπως θέλει ὁ Ἴδιος. Καὶ ἡ ψυχή, ὅταν δεῖ τὸν Κύριο, εὐφραίνεται ταπεινὰ γιὰ τὴν εὐσπλαγχνία τοῦ Δεσπότη, καὶ πιὰ δὲν μπορεῖ νὰ ἀγαπήσει τίποτε ἄλλο τόσο πολύ, ὅσο ἀγαπάει τὸν Δημιουργό της. Ἂν καὶ ὅλα μπορεῖ νὰ τὰ βλέπει καὶ ὅλους νὰ τοὺς ἀγαπάει, ὅμως πάνω ἀπὸ ὅλους ἀγαπάει τὸν Κύριο.

Ἡ ψυχὴ γνωρίζει τὴν ἀγάπη αὐτή, ὅμως δὲν μπορεῖ νὰ τὴ μεταδώσει μὲ τὰ λόγια, γιατὶ αὐτὴ γνωρίζεται μόνο μέσα στὸ Ἅγιο Πνεῦμα.

Ἡ ψυχὴ βλέπει ξαφνικὰ τὸν Κύριο καὶ Τὸν ἀναγνωρίζει. Ποιός θὰ περιέγραφε τὴν χαρὰ αὐτὴ καὶ τὴν ἀγαλλίαση;

Πολλοὶ φιλόσοφοι καὶ ἐπιστήμονες ἔφθασαν ὣς τὴν πίστη στὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ τὸν Θεὸ δὲν τὸν γνώρισαν. Κι ἐμεῖς οἱ μοναχοὶ μελετᾶμε στὸν νόμο τοῦ Κυρίου πρωὶ καὶ βράδυ, ἀλλὰ ὅμως αὐτὸ πολὺ ἀπέχει ἀπὸ τὸ νὰ γνωρίζουμε ὅλοι τὸν Θεό, ἂν καὶ ὅλοι πιστεύουν. Ἄλλο εἶναι νὰ πιστεύεις ὅτι ὑπάρχει Θεός, καὶ ἄλλο νὰ γνωρίζεις τὸν Θεό.