Ανωτερότητα του πνεύματος έναντι της ύλης αναγνωρίζεται από τον Πλάτωνα, αποκτώντας επιπλέον ένταση στον νεοπλατωνισμό και τις μεγάλες χριστιανικές Εκκλησίες• αναγνωρίζεται ακόμη και η ένωση της ψυχής με το σώμα ως κάποιου βαθμού ‘φυλάκισή’ της –χωρίς η αντίθεση να οδηγείται σε απόλυτη σύγκρουση και αγεφύρωτο χάσμα.

Στον πλατωνισμό δεν διαπιστώνεται θεμελιώδης κακία της υλικότητας είτε ‘σατανικός’ Δημιουργός της, όπως δείχνει χαρακτηριστικά η ίδια η κριτική του Πλωτίνου στους Γνωστικούς της εποχής του, η πνευματικότητα των οποίων δεν διαφέρει πολύ από τις μεταγενέστερες χριστιανίζουσες δυϊστικές αιρέσεις –ανεξάρτητα από το αν αυτές κατάγονται ή όχι από τους πρώτους Γνωστικούς, μια καταγωγή την οποία πάντως αρνείται η σχετική έρευνα.

Δεν είναι δυνατή, γι’ αυτό δεν έχει τεκμηριωθεί ούτε πρόκειται, αιτιακή συσχέτιση με τον Πλάτωνα ή τον νεοπλατωνισμό της (όποιας) μανιχαϊστικής ροπής της δυτικής πνευματικότητας. Αυτό φαίνεται και συγκριτικά από το Βυζάντιο, όπου ο Πλάτων δεν έπαψε ποτέ να ασκεί μεγάλη επιρροή κατ’ ευθείαν είτε μέσα από νεοπλατωνικά ρεύματα. Ο μανιχαϊσμός –αντίθετα προς ό,τι ίσως θα ανέμενε όποιος τον συσχετίζει άμεσα με τον πλατωνισμό– δεν είχε ένταση μεγαλύτερη από εκείνη της δυτικής Ευρώπης, αλλά πολύ μικρότερη.