Ο Εριγένης διαχωρίζει σε τέσσερα είδη το σύνολο της φύσης / πραγματικότητας, με κριτήριο την αιτιώδη αναφορά των διάφορων περιοχών της, 1) στον Θεό, που δημιουργεί και είναι άκτιστος, 2) στις Ιδέες, που δημιουργούν και δημιουργούνται, 3) στα πλάσματα, που δημιουργούνται ενώ τα ίδια δεν δημιουργούν, 4) στο μηδέν, που δεν δημιουργείται και δεν δημιουργεί.

Η θεώρηση αυτή του παντός υπό τον όρο της ‘φύσης’ μοιάζει να εισαγάγει πανθεϊστικό μονισμό, τον οποίο όμως υπονομεύει η ‘σκιώδης’ έννοια του Είναι, όταν αυτό που εμφανίζεται υπό ορισμένους όρους ως Είναι, υπό άλλους όρους γίνεται αντιληπτό καθαρά ως μηδέν. Σε σύγκριση με το θείο Είναι, το Είναι των πλασμάτων είναι μηδενικό. Σε σύγκριση με την ακινησία του απλού Είναι, το γίγνεσθαι φέρει τα όντα στο μηδέν, όπως το έλεγε ο Πλάτων. Σε σύγκριση με τις ενεργείᾳ υποστάσεις, η δυνητική ύπαρξη νοείται μηδενική. Σε σύγκριση με τον θεούμενο άνθρωπο, ο φυλακισμένος στην αμαρτία στερείται του Είναι.

Η θεία ύπαρξη δεν προσδιορίζεται από ιδιώματα της κτίσης, ώστε να την αφορούν οι κατηγορίες του Αριστοτέλη. Για το Είναι ως Είναι της θεότητας, τα πλάσματα δεν έχουν Είναι. Ή αντιστρόφως, για το Είναι ως Είναι των πλασμάτων, η θεία ύπαρξη δεν έχει Είναι. Τη δεύτερη περιγραφή προτιμά ο Εριγένης σε συμφωνία με τον αποφατισμό του Διονύσιου —και πάλι εξακολουθώντας, όπως ακριβώς ο Διονύσιος και ήδη ο Γρηγόριος Νύσσης, να ταυτίζει το Είναι των πλασμάτων ως θείο Είναι: «ipse (Deus) essentia omnium est» (Περί Φύσεων IV 759a).