Η μυστική σκέψη της Δύσης αντλεί σταθερά από τον πλατωνισμό. Ιδιαίτερα γόνιμη ήταν η περίοδος από τον 12ο έως τον 16ο αιώνα, με σημαντικές μορφές και πολυάριθμες ασκητικές κοινότητες, οι οποίες πρόβαλαν την ερωτική αμεσότητα και τον εξαγνισμό της ψυχής μέσα από την αποφατική αναγωγή ή ενοποίηση του νου.

Η μυστική σκέψη της Δύσης θεμελιώνεται κυρίως στα έργα του Αυγουστίνου, του Κασσιανού, του Μεγάλου Γρηγορίου και του Βυζαντινού συγγραφέα γνωστού ως Διονυσίου Αρεοπαγίτη. Η ένταση της επαφής με τον πλατωνισμό στον 12ο αιώνα οφείλεται στην αναθέρμανση των σχετικών σπουδών στο Βυζάντιο και σε περισσότερο ενδογενείς ορμές, στην ανανέωση του ενδιαφέροντος για τα αρεοπαγιτικά συγγράμματα, για τον Εριγένη και για τον Βοήθιο. Το Βιβλίο των είκοσι τεσσάρων Φιλοσόφων (Liber XXIV Philosophorum, αγνώστου, 12ος αι.) περιέχει νεοπλατωνικές θεωρήσεις και προσδιορίζει ολόκληρη την εν συνεχείᾳ μυστική σκέψη. Τον 13ο αιώνα ο Γουλιέλμος του Μαίρμπεκε (Willem van Moerbeke) μεταφράζει τη Θεολογική Στοιχείωση του Πρόκλου, εν μέρει ήδη γνωστή μέσα από το φερόμενο ως αριστοτελικό Βιβλίο για τις Αιτίες (Liber De Causis). Τη μεγάλη ορμή του μυστικού ρεύματος εγκαινιάζει ο Βερνάρδος, ηγούμενος της Μονής του Κλαιρβώ (Bernard de Clairvaux, 1090–1153), ο οποίος θεωρήθηκε ακόμη και πλατωνικός, κυρίως για τη μεγάλη έμφαση στον έρωτα ως πνευματική δύναμη που ανυψώνει την ψυχή.