– Γυναίκα, νὰ ὁ γιός σου, λέει τὴν τελευταία στιγμή.

Καὶ ἀποχαιρετᾶ, μ᾿ ἕνα βλέμμα μελαγχολικό, τὴ μάννα ποὺ τὸν γέννησε, τοὺς φίλους ποὺ τὸν πίστεψαν, τὸ λαὸ ποὺ τὸν τυράννησε, τὴ Γῆ ποὺ εἶδε τὶς πίκρες του καὶ τὸν Οὐρανὸ ποὺ θὰ δεχόταν τὸ Σῶμα του.

Ἡ μάννα ἦταν ἐκεῖ καὶ τὰ ἔβλεπε ὅλα. Ἤθελε νὰ φωνάξη, νὰ τρέξη γιὰ νὰ τὸν σώση ἀπὸ τὰ χέρια τῶν κακούργων ἀλλὰ δὲ μποροῦσε νὰ βγάλη φωνή. Τὸ σῶμα δὲν ἀκολουθοῦσε τοὺς πόθους τῆς ψυχῆς. Μὰ ὅταν εἶδε ἕνα στρατιώτη ἀγριοπρόσωπο, ἕτοιμο νὰ λογχίση τὰ πλευρά του,

– Μή! … ἐφώναξε μὲ ὅλη της τὴ δύναμη.

Καὶ μὲ τὸ μή! ξύπνησε. Δὲν εἶδε ὁλόγυρα της τίποτα ἀπὸ τὸ φριχτὸ δράμα. Τὸ βρέφος κοιμότανε ἀκόμη πλάγι της, μέσα στὴ φάτνη, ἀπάνω στὸ ἄχυρο. Μὰ δὲ βασίλευε ἡ σιγὴ καὶ τὸ σκοτάδι, ὅπως πρίν. Ἀγγελικὴ ἁρμονία κατέβαινε ἀπὸ ψηλὰ καὶ λαμπρομέτωπο ἀστέρι ἔχυνε θάλασσα τὸ φῶς του στὴ σπηλιά.

Καὶ μπρὸς στὰ πόδια της, οἱ Μάγοι γονατιστοὶ μὲ τὰ δῶρα τους, τὴ σμύρνα καὶ τὸ μόσχο καὶ τὸ λιβάνι, ὠνόμαζαν τὸ γιό της βασιλέα καὶ Θεό.

Ἐκείνη τὴν ὥρα φάνηκε στὴν ἐμπατὴ χλωμὸς ὁ Ἰωσήφ.