-Νὰ φύγουμε, λέει τρέμοντας στὴ γυναίκα του. Ὁ Ἡρῴδης θέλει τὸ παιδὶ κ᾿ οἱ ἀνθρώποι τὸν ψάχνουν στὴ χώρα. Γλήγορα νὰ φύγουμε!

Ἐκείνη ἅρπαξε ἀμέσως τὸ βρέφος, τὸ ἕσφιξε στοὺς κόρφους της καὶ πῆραν δρόμο γιὰ τὴν Αἴγυπτο. Ἡ νύχτα τοὺς ἔκρυψε. Μὰ τὰ αἵματα τῶν ἄλλων παιδιῶν κι ὁ θρῆνος τῶν μαννάδων ἀνέβαιναν ἀπὸ τὰ σπίτια τῆς Γαλιλαίας, πρωτόλουβη θυσία στὸν ἀναμορφωτὴ τοῦ κόσμου.

-Πόσα αἵματα θὰ χυθοῦν ἀκόμη! ψιθύρισε προφήτης ἡ γυναίκα. Πόσα αἵματα! …»

Τέλειωσε ὁ Ἀξιώτης τὸ διήγημά του κ᾿ οἱ σύντροφοι ἔμειναν ἀκόμη ἀκίνητοι σὰν ὀνειροπλανεμένοι. Μερικοὶ σταυροκοπήθηκαν ἄλλοι στέναξαν βαθιὰ σὰ νὰ ξύπνησε κάτι παρήγορο μέσα τους. Μὰ ὁ Κώστας ὁ θερμαστής, ἴδιος στ᾿ ἀστεῖα καὶ στὰ σοβαρά, ρώτησε πονηρὰ τὸ σύντροφό του:

-Δὲ μοῦ λές, βλάμη. Εἶδε ἡ Παναγιὰ στ᾿ ὄνειρό της καὶ τὸν πατριώτη σου τὸ Βαραββᾶ;

Ἐκεῖνος χολοταράχτηκε. Φοβερὴ βλαστήμια ἀνέβηκε στὰ χείλη του. Μὰ τὴν κατάπιε. Δὲν ἦταν καιρὸς τώρα νὰ κολαστῆ κανείς! Χαμογέλασε, ἔκαμε τὸ σταυρό του καὶ ξαπλώθηκε στὸ ἔρημο κρεβάτι του.

-Καὶ τοῦ χρόνου, παιδιά, στὰ σπίτια μας! εὐχήθηκε.