Τὸ εὐλογημένο καράβι
—
«Ποῦ πᾶς καραβάκι,
μὲ τέτοιον καιρό,
σὲ μάχεται ἡ θάλασσα,
δὲν τὴ φοβᾶσαι;
Ἀνέμοι σφυρίζουν
καὶ πέφτει νερό,
ποῦ πᾶς καραβάκι,
μὲ τέτοιον καιρό;»
«Γιὰ χώρα πηγαίνω
πολὺ μακρινή,
θὰ φέξουνε φάροι
πολλοὶ νὰ περάσω,
βοριάδες, νοτιάδες
θὰ βρῶ, μὰ θὰ φτάσω
μὲ πρίμο ἀγεράκι,
μ᾿ ἀκέριο πανί».
«Κι οἱ κάβοι ἂν σοῦ στήσουν
τὴ νύχτα καρτέρι,
ἐπάνω σου ἂν σπάσει
τὸ κῦμα, θεριό,
καὶ πάρει τοὺς ναῦτες
καὶ τὸν τιμονιέρη;
Ποῦ πᾶς καραβάκι,
μὲ τέτοιον καιρό;»
«Ψηλὰ στὸ ἐκκλησάκι
τοῦ βράχου, ποὺ ἀσπρίζει,
γιὰ μένα ἔχουν κάμει
κρυφὴ λειτουργία
ὀρθὸς ὁ Χριστὸς
τὸ τιμόνι μου ἀγγίζει,
στὴν πλώρη μου στέκει
ἡ Παρθένα Μαρία».