Ἡ ἀπορία δὲν ἐλύθη. Ὅλοι οἱ πονηρευόμενοι δὲν ἐπείσθησαν. Τὸ γνησιώτερον μέρος τοῦ ἁπλοῦ λαοῦ ἐπίστευσεν εἰς τὸ θαῦμα. «Καλὸς ἄνθρωπος ἦτον. Μέγα πρᾶγμα δὲν ἐζήτησε. Καθὼς ἐπνίγετο, παρεκάλεσε μόνον τὴν Μητέρα τοῦ Θεοῦ νὰ τὸν ἀξιώσῃ νὰ ταφῇ εἰς τὸ χῶμα τῆς πατρίδος του, καὶ νὰ μὴν ἐπιτρέψῃ νὰ τὸν φᾶν τὰ ψάρια. Κ᾿ ἡ Παναγία, ἡ θαματουργιά, ὁποὺ ἀντίκρυζεν ὁ πνιγμένος τὸ παλαιὸν μοναστηράκι της, καὶ τὸν βαθυπράσινον λόφον μὲ τὰ πεῦκα τὰ γιγαντιαία ὅπου τὴν εὗρον ποτε ἐπὶ αἰώρας, νὰ λικνίζεται ὡς ἀθῴα παιδίσκη, τοῦ παρεχώρησε τὸ ταπεινὸν αἴτημά του».

Ὁ ἄνθρωπος ἀφῆκε τὴν τελευταίαν πνοὴν ὑπὸ τὸ κῦμα, ὅπου ἐβυθίσθη κατ᾿ ἀρχάς, εἶτα τὸ νεκρὸν σῶμα ἀνέδυ εἰς τὴν ἐπιφάνειαν, κ᾿ ἔβαλε πλώρην, καθὼς εἶπεν ὁ ἀδελφός του, φερόμενον ὑπὸ τῶν κυμάτων, κατὰ τὴν νοτιάν· καὶ ἀρμένισεν, ἀρμένισε πολλὰ μίλια ἐωσότου ἔφθασεν εἰς τὸ θαλάσσιον τρίστρατον, τὸν πλατὺν πορθμόν, τὸν μεταξὺ τοῦ Ἀρτεμισίου, τῆς Σηπιάδος, ἄκρας του Παγασαίου κόλπου, καὶ τῶν Σποράδων. Ἐκεῖ ἐταλαντεύθη πολύ, συρόμενον πότε ἀπὸ τὰ ρεύματα, πότε ὠθούμενον ἀπὸ τ᾿ ἀπόγεια τῆς ξηρᾶς καὶ ἀπὸ τῆς θαλασσίας αὔρας, τέλος ἔβαλε πλώρην κατὰ τὸν λεβάντην καὶ τὸν σορόκον. Διαπόντιος νεκρός, χωρὶς ποτὲ νὰ γίνῃ ὑποβρύχιος. Τὰ κύματα ὡς νὰ ὤκτειρον τόν ποτε ναύτην, μαλακὰ μαλακὰ τὸν προέπεμπτον εἰς τὸν πένθιμον δρόμον του. Τὰ ψάρια τοῦ ἀφροῦ ἐπήδων τριγύρω του, ἐδοκίμαζον νὰ τὸν πλησιάσουν, καὶ πάλιν, ὡς νὰ ἠλαύνοντο ἀπὸ ἀόρατον δύναμιν, ἔφευγον μακράν του. Τὰ δελφίνια τὸν παρέκαμπτον εὐλαβῶς, αἱ φώκαι ἐκρύπτοντο εἰς τὰ ὑποβρύχια ἄντρα των, τὰ σκυλόψαρα ὑπεχώρουν εἰς τὴν διάβασίν του. Ὁ θαλασσοπόρος νεκρός, ὡς νὰ εἶχεν ἀκόμη πυξίδα καὶ πηδάλιον εἰς αὐτὸ τὸ σκέλεθρόν του, δὲν ἔχασε ποτὲ τὴν κατεύθυνσίν του. Διέπλευσεν ἀκόμη ὀκτὼ ἢ δέκα μίλια, ὅλον τὸ νότιον πλάτος τῆς μικρᾶς νήσου του, καὶ εἶτα ἐστράφη πάλιν. Ἔβαλε πλώρην κατὰ τὸν βορρᾶν, καὶ ἤρχισε νὰ εἰσπλέῃ τὸν λιμένα τῆς πατρίδος του…