Εἶχε διανύσει περὶ τὰ σαράντα μίλια, εἰς τόσας πολλὰς ἡμέρας. Δὲν ἦτο ταχύς, ἀλλὰ βραδὺς εἰς τὸν πλοῦν του. Δὲν ἐβάδιζεν εἰς τὴν χαράν του, ἔβαινεν εἰς τὴν κηδείαν του. Καὶ δὲν ἠδυνήθη νὰ προσεγγίσῃ εἰς καμμίαν μεμακρυσμένην θαλασσίαν ἀγκάλην, δὲν ἐπῆγε νὰ σταματήσῃ εἰς κανένα ἀπόκεντρον ὅρμον, εἰς κανένα ἔρημον αἰγιαλὸν τῆς νήσου του. Δὲν ἐστάθη ν᾿ ἀναπαυθῇ εἰς καμμίαν ὕφαλον, εἰς καμμίαν σύρτιν ἢ ἄμμον. Ἐπῆγε κατ᾿ εὐθεῖαν πρὸς τὸν θαλάσσιον λόφον τοῦ Κοιμητηρίου εἰς τὰ δυτικὰ τῆς πολίχνης, καὶ προσωρμίσθη εἰς τὴν μικρὰν ἀκτήν, κ᾿ ἐκεῖ ἔμεινε. Ἡ ζωή του ἀθόρυβος, ταπεινὴ καὶ μετριόφρων. Εἰς τὸν θάνατόν του δὲν ἤθελε νὰ δώσῃ κόπον εἰς τοὺς ἀνθρώπους. Πρὸς τί νὰ τὸν κουβαλοῦν εἰς οἰκίαν, εἰς ἐκκλησίαν, καὶ νὰ τὸν πομπεύουν διὰ τῆς ἀγορᾶς; Ἀγοραίαν κηδείαν δὲν ἤθελεν. Ἤρκει νὰ εὑρεθοῦν δυὸ χριστιανοὶ νὰ τὸν ἀνεβάσουν ὀλίγα βήματα παραπάνω, ἤρκει νὰ σκάψουν δυὸ τρεῖς σπιθαμὰς εἰς τὸ χῶμα νὰ τὸν καλύψουν, καὶ θὰ εὕρισκον τὸ ἔλεος εἰς τὴν ψυχήν των. Ἂν ὁ παπα-Στάμος ἢ ὁ παπα-Γληόρης ἢ καὶ ὁ πάτερ Ἰωακεὶμ ἀκόμη, ὁ μοναχὸς ὁ περιπλανώμενος, ἤρχετο νὰ εἴπῃ τὸ Μετὰ πνευμάτων, καλῶς θὰ εἶχεν· ἄλλως ὁ Θεὸς τὰ ἤξευρε.

Ἐντούτοις, ἀφοῦ μετεφέρθη ὁ νεκρὸς ἐντὸς τοῦ περιβόλου τῶν Μνημάτων, αἱ ἀρχαὶ ἀπεφάνθησαν ὅτι, ἐπειδὴ ἦτο περὶ δύσιν ἡλίου, δὲν ἦτο καιρὸς νὰ γίνῃ νεκροψία, διὰ νὰ βεβαιωθῆ ἂν ἦτο πράγματι πνιγμένος ὁ νεκρός. Ὅθεν ἔπρεπε νὰ μείνη ὅλην τὴν νύκτα ἄταφος μέχρι τῆς πρωίας.