– «Ὁ Θεός, ὁ Θεός μου, πρὸς σὲ ὀρθρίζω. Ἐδίψησέ σε ἡ ψυχή μου».
Καὶ ὁ προεστὼς τοῦ χοροῦ, εἰς τὸ γιουδέκι ἄνωθεν τοῦ δεσποτικοῦ, ἐπανελάμβανεν:
– «Ὁ Θεός, ὁ Θεός μου, πρὸς σὲ ὀρθρίζω».
Καὶ ὁ Κονόμος ὅστις εὑρίσκετο δυὸ ἢ τρία στασίδια πᾶρε μπρός, στρεφόμενος πρὸς τοὺς περὶ αὐτόν:
– Τ᾿ ἀκοῦτε, χριστιανοί;… τ᾿ ἀκούσατε; καὶ δὲν ξέραμε νὰ τὸν παίρναμε ἀποβραδὺς στὰ σπίτια μας, νὰ μᾶς τὰ πῇ ὅλα!… Θὰ γλυτώναμε ἀπ᾿ τὸν κόπο νὰ ῾ρθοῦμε στὴν ἐκκλησιά.
Καὶ οἱ χριστιανοὶ μετὰ δυσκολίας ἔπνιγον τοὺς γέλωτας.
Εἶτα πάλιν, ὅταν ὁ ψάλτης ἤρχισε:
– «Δεῦτε ἴδωμεν πιστοί, ποὺ ἐγεννήθη ὁ Χριστός…» Ὁ Νταραδῆμος συνέψαλλε μαζί του, καὶ ὁ γέρο-Κονόμος:
– Τὸν ἀκοῦτε, βρὲ παιδιά… ἀνόητοι ποὺ πᾶν καὶ κοπιάζουν γιὰ νὰ μάθουν ψαλτικά… δὲν τὸν παίρνουν δάσκαλο, νὰ τοὺς μάθῃ τζάμπα!
Καὶ οἱ παρεστῶτες ἀκουσίως ἐμειδίων.
Ἀκολούθως, μίαν στιγμὴν πρὶν ὁ παπα-Μανώλης νὰ ἐκφωνήση: «Σὺ γὰρ εἶ ὁ Βασιλεὺς τῆς εἰρήνης…», ὁ Νταραδῆμος ἀπήγγελλε: «Σὺ γὰρ εἶ ὁ Βασιλεύς…» Κι ὁ γέρο-Κονόμος:
– Τ᾿ ἀκούσατε, χριστιανοί; Δυὸ λειτουργίες κάνουμε τώρα… Πᾶνε καὶ σκοτίζονται καὶ πληρώνουν γιὰ νὰ γένουν παπάδες… δὲν βάζουν τὸν Νταραδῆμο, ποὺ εἶναι ὁ ἴδιος καὶ παπᾶς καὶ διάκος καὶ ψάλτης.