Τὸ σημείωμα αὐτό, ποὺ πρέπει νὰ εἶναι ὅσο τὸ δυνατὸ συντομώτερο, δὲν μοῦ ἐπιτρέπει νὰ ἐπεκταθῶ καὶ στὸ ποιητικό μου «πιστεύω»… Θὰ περιοριστῶ σὲ μερικὲς γραμμὲς μόνο γιὰ τὴ γλώσσα ποὺ χρησιμοποιῶ. Κι ἡ ὁποία δέχτηκε συχνὰ τὸν χαρακτηρισμό, σὰν ψόγο, τῆς «μικτῆς». Πρέπει νὰ πῶ πὼς εἶναι ἁπλούστατα ἡ γλώσσα ποὺ μιλῶ. Ἄλλωστε πρωτεύουσα σημασία δὲν ἔχει τὸ νὰ γίνεται κανεὶς ἀντιληπτὸς ἀπὸ κείνους ποὺ ἐπιθυμοῦν, πραγματικά, νὰ τὸν καταλάβουν;
Νόμιμη γλώσσα, γιὰ μᾶς, εἶναι ἡ γλώσσα ἡ ἑλληνική. Δὲν ἔχουν κανένα νόημα ἀπολύτως αὐτὲς οἱ γνῶμες οἱ φανατικὲς γιὰ «μικτή», «καθαρεύουσα», «δημοτική». Πρέπει ν’ ἀντιμετωπίζονται μὲ ἀπόλυτη ἀδιαφορία ἤ, ἂν τὸ θεωροῦμε σκόπιμο, μ’ αὐτὸν τὸν μόνον ἐπιτρεπόμενο φανατισμό: ἐκεῖνον ποὺ ἐμπνέει τὸν πόλεμο ἐναντίον κάθε εἴδους φανατισμοῦ.
Τὶς γνώσεις μου στὴ γλώσσα τὴν ἑλληνικὴ πιστεύω πὼς τὶς βοήθησε ἡ ἀπέραντη ἀγάπη ποὺ ἔχω γιὰ τὴν ἀνάγνωση ἀρχαίων, βυζαντινῶν καὶ μεταβυζαντινῶν κειμένων… Ἔτσι κατάλαβα πὼς ἡ γλώσσα ἡ ἑλληνικὴ εἶναι μία. Κι ὅτι εἶναι μᾶλλον ἔλλειψη σοφίας νὰ προσηλώνεται κανεὶς πεισματάρικα σὲ μία καὶ μόνο, ἀποκλειστικά, μορφή της, νὰ περιφρονῆ αὐτὸν τὸν ἀμύθητο πλοῦτο, τὸ θησαυρό, ποὺ ἔχει στὴ διάθεσή του. Καὶ νὰ μὴν ἀντλῆ, ἐλεύθερα, μὲ σεβασμὸ καὶ προσοχὴ φυσικά, γιὰ νὰ λαμπρύνη τὸ στίχο του, νὰ ἐνισχύση τὸ νόημά του.
Σελ. 1234