Δεν θυμάμαι μέρα να μην έχη παρηγοριά θεϊκή. Διακοπές γίνονται μερικές φορές και τότε νιώθω άσχημα, και έτσι μπορώ να καταλάβω πόσο άσχημα ζουν οι περισσότεροι άνθρωποι που είναι απαρηγόρητοι, γιατί είναι απομακρυσμένοι από τον Θεό.

Όσο απομακρύνεται κανείς από τον Θεό, τόσο πιο δύσκολα γίνονται τα πράγματα. Μπορεί να μην έχη κανείς τίποτα, άμα έχη τον Θεό, δεν θέλει τίποτε! Αυτό είναι! Ενώ, αν τα έχη όλα, άμα δεν έχη τον Θεό, είναι μέσα του βασανισμένος. Γι’ αυτό, όσο μπορεί κανείς, να πλησιάση τον Θεό, Μόνον κοντά στον Θεό βρίσκει κανείς την πραγματική και αιώνια χαρά.

Όταν ο άνθρωπος από παλιάνθρωπος γίνη άνθρωπος, βασιλόπουλο, τρέφεται με την θεία ηδονή, με την ουράνια γλυκύτητα, και νιώθει την παραδεισένια αγαλλίαση, αισθάνεται από ‘δω ένα μέρος της χαράς του Παραδείσου.

Από την μικρή παραδεισένια χαρά καθημερινά προχωράει στην μεγαλύτερη και αναρωτιέται αν υπάρχη κάτι ανώτερο στον Παράδεισο, από αυτό που ζη εδώ. … Τα γόνατά του λυγίζουν σαν λαμπάδες από την θεία εκείνη θερμότητα και γλυκύτητα, η καρδιά του σκιρτάει και πάει να σπάσει τους τσατμάδες, για να φύγη, γιατί η γη και τα γήινα της φαίνονται χαμένα πράγματα.