Ἡ ταινία δομεῖται σὲ στρώματα θλίψης, μὲ κυρίαρχη τὴν κακοποίηση ποὺ ὑφίσταται τὸ ζευγάρι ἀπὸ τὴν φίλη τους. Ὁ θεατὴς ἀργεῖ νὰ βεβαιωθεῖ ποιά εἶναι ἡ ‘μοῖρα’ τῶν δύο παιδιῶν, ποὺ ἔρχεται σὰν μιὰ ὑπερβολὴ τῆς πιὸ ἄμεσης κακοποίησής τους. Ἐμποδίζονται γιὰ τὸ σημαντικὸ γιὰ τὸ ὁποῖο εἶναι ἕτοιμοι, καὶ τόσο γρήγορα τὸ στεροῦνται ὁλοκληρωτικά.

Οἱ ὑπόλοιποι πεθαίνουν ἔχοντας τὸ πολὺ μιὰ ἀνησυχία γιὰ τὴν βιολογική τους προέλευση, τραγικὴ ἐπίγνωση κάποιας ἀδικίας, ὅμως τὸ ζευγάρι ὑφίσταται μιὰ κακοποίηση μὲ ἀσύγκριτες διαστάσεις.

Πρόκειται στὴν οὐσία γιὰ τὸ θέμα τοῦ πάσχοντος ἀθώου, μὲ τὴν ἀθωότητα νὰ μήν ἔχει δικανικὴ σημασία ἀλλὰ ἐκείνη τῆς γνήσιας πραγματικότητας ποὺ περιφρονεῖται ἀπὸ τὸ ἀσήμαντο. Ἀπ’ ὅπου ὁ τίτλος, ποτέ μή μ’ ἀφήσεις, ἀκατανόητος, ἂν πεῖ κανεὶς ὅτι ἀναφέρεται σὲ ὅσα ἡ κοινωνία ἢ ὁποιαδήποτε ἐξωτερικὴ μοῖρα ἐπιβάλλει.

Γι’ αὐτὸ ἡ ταινία ἔχει πληρότητα συγκινητική, μολονότι ἀπουσιάζουν οἱ θρησκευτικὲς ἀναφορές, κινεῖται δὲ τελείως πέρα ἀπ’ ὅσα οἱ κοινωνικοὶ ἐπαναστάτες θὰ θεωροῦσαν φυσιολογικὰ καὶ θὰ ἀνέμεναν ἀπὸ μιὰ ταινία ποὺ θίγει ζητήματα τῆς κλωνοποίησης. Ὅπως λέει ἡ Κάθι, “γιὰ αὐτὸ ποὺ δὲν εἶμαι σίγουρη, εἶναι ἂν οἱ ζωές μας ἦταν τόσο διαφορετικὲς ἀπὸ τὶς ζωὲς ἐκείνων ποὺ σώσαμε. Ὅλοι ὁλοκληρώσαμε…”