Ἡ θλίψη ἐδῶ προέρχεται ἀπὸ ὑγεία, ἂν ὑγεία δὲν εἶναι ἡ καλοπέραση τοῦ ἀναίσθητου κτήνους, ὁσοδήποτε ‘ἐξευγενισμένου’ καὶ ‘μορφωμένου’. Ποιός θὰ μποροῦσε νὰ ζεῖ μακριὰ ἀπὸ θλίψη ἢ πιὸ κοντὰ σὲ ὁτιδήποτε ἄλλο, ὅταν χάνεται ἡ πραγματικότητα;

Φαίνεται πὼς αὐτὸ κυρίως ἀπασχόλησε τὸν σκηνοθέτη, καὶ πρὶν ἀπὸ ὅλους τὸν συγγραφέα τοῦ βιβλίου ὅπου ἡ ταινία στηρίζεται, τὸν Καζοῦο Ἰσιγκοῦρο. Γι’ αὐτὸ ἡ τριάδα τῶν φίλων περιέχει ὡς σημεῖο διαφορετικῆς δυνατότητας τὴν Ρούθ, ἀνίκανη νὰ ἀγαπήσει, ἀνίκανη καὶ γιὰ τὴν θλίψη καὶ παραδομένη στὰ κατώτερα συναισθήματα τῆς ζήλειας, τοῦ φθόνου, τῆς κακίας, μὲ τὴν ἴδια τὴν ‘μετάνοιά της’ νὰ ἀκολουθεῖ μάταιη, μὲ ἀνώφελες τύψεις, χωρὶς ἀγάπη αἰχμάλωτη στὴν σκληρότητα.

Νομίζω πὼς ὁ θεατὴς ποὺ φοβήθηκε, δὲν θὰ βιαζόταν νὰ ἀποφύγει τὸν ἑαυτό του ἂν εἶχε σκεφτεῖ, γιὰ ποιό λόγο μεγάλωσε μέσα του ἡ θλίψη, ἂν ὄχι ἐπειδὴ ἀγάπησε τὸ ζευγάρι τῆς ταινίας — καὶ γιατί τοὺς ἀγάπησε, ἂν ὄχι ἐπειδὴ οἱ ἴδιοι εἶχαν τὰ συναισθήματα αὐτά;

Φεύγοντας μακριά τους φεύγει κανεὶς ἀπὸ τὴν πραγματικότητα, ‘φυγαδεύεται’ σὲ ἀνώδυνες καταστάσεις, ὅπου οἱ λέξεις χάσκουν ἄδειες ἀπὸ τὴν ἀληθινή τους σημασία καὶ ὑγιῆ θεωροῦνται τὰ playboys.