Ποιά ἀντιμετώπιση τῶν Πατέρων θὰ ἦταν χειρότερη ἀπὸ ἐκείνη τοῦ ἀλόγου, ἀρκούμενοι νὰ ἀκολουθοῦμε στὰ τυφλά, νομίζοντας τὸν στοχασμὸ γιὰ βάρος; Οἱ ἴδιοι πάντως οὔτε διδάσκουν οὔτε περιμένουν ἀπὸ μᾶς κάτι τέτοιο. Ὅπως τὸ διατυπώνει χαρακτηριστικὰ ὁ Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ἡ ἁγία Γραφὴ καὶ οἱ Πατέρες ὑπάρχουν ἀκριβῶς γιὰ νὰ σκεφτόμαστε, διαφορετικὰ δὲν ἔχουν καμμία ἀξία ἀπολύτως:
“Ἂν νομίζετε πὼς δὲν πρέπει νὰ ἐρευνᾶμε τὰ λόγια τῆς Γραφῆς καὶ τῶν Πατέρων, ἂς τὴν πετάξουμε τὴ Γραφὴ ὁλόκληρη, τὴν Παλαιὰ καὶ τὴν Καινή … Ἐγὼ δὲν ἀνέχομαι νὰ δεχτῶ οὔτε μία φράση χωρὶς νὰ ἀναζητήσω τὴ σημασία ποὺ βρίσκεται μέσα της…” (Περὶ τῶν πραχθέντων.., Patrologia Graeca 90.149).
Ὁ Γρηγόριος δὲν γεννήθηκε στὰ ἀποστειρωμένα δωμάτια τῆς δογματικῆς μας ἐπιστήμης, ἀλλὰ ζοῦσε τὴν πίστη του μὲ κίνδυνο καὶ ἡ σκέψη του παρουσιάζει διαφοροποιήσεις. Ἔτσι, γιὰ παράδειγμα, στὸ ἔργο του Περὶ τῶν πρὸ ὥρας ἀναρπαζομένων νηπίων, διαβάζουμε ὅτι “σὲ ὅποιον γεννήθηκε βαθειὰ μέσα του ἡ κακία, μέσα ἀπὸ τὴν κάθαρση ἡ κόλαση παρατείνεται στὸ ἄπειρο.”