“Αὐτὴ εἶναι ἡ Τωρινὴ Ἑλλάδα… Στρυφογυρίζοντας χωρὶς διέξοδο στὰ καμώματά της καὶ στὰ ψέματά της, τῶν πρώτων ἡμερῶν τῆς Ἐλευθερίας της, τὰ ὁποῖα βαρέθηκαν καὶ οἱ πέτρες, ἀδυνατῶντας νὰ σταθεῖ στὰ πόδια της… κατατρωγόμενη ἀπὸ τὴν βαθειά της λέπρα, τὴν Ἀμάθεια, τὴν Ἀνηθικότητα καὶ τὸν χυδαιότατο Ἐγωϊσμό…”
Καὶ πέρα ἀκόμη ἀπὸ αὐτά, ὑπάρχει τὸ χειρότερο, σήμερα ἐπίσης πιθανό:

“Ἕνα καλὸ πρωΐ, ὦ Τωρινοὶ Ἀόμματοι Βλάκες, θὰ βρεθεῖτε ἐπαναστατημένοι, χωρὶς νὰ γνωρίζετε τὸ πῶς καὶ τὸ τί καὶ τὸ γιατί, χωρὶς νὰ ξέρετε τί θέλετε καὶ τί γυρεύετε καὶ ποῦ πηγαίνετε. Καὶ τὴν Ἐπανάσταση αὐτὴ τὴν αἰσθάνεσθε, τὴν ἐπικαλεῖσθε, τὴν ποθεῖτε, ἀρχίσατε πρὸ καιροῦ νὰ τὴν λέγετε, νὰ τὴν γράφετε, νὰ τὴν συνηθίζετε, νὰ τὴν περιμένετε ὡς μόνη Σας Σωτηρία: γιὰ νὰ Σᾶς γλυτώσει ἀπὸ τοὺς ἀνήθικους λαβύρινθους καὶ ἀπὸ τοὺς τραγέλαφους — γιὰ νὰ Σᾶς γλυτώσει ἀπὸ τὸν Ἑαυτό Σας. Καὶ ἡ Ἐπανάσταση αὐτή, ὅπως καὶ ὁποιαδήποτε ἄλλη μεταβολή, μὲ τὰ μυαλὰ ποὺ ἔχετε καὶ μὲ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ βάζετε στὸν σβέρκο Σας, θὰ Σᾶς ἐξαπατήσει καὶ θὰ Σᾶς βυθίσει χειρότερα, σὲ χειρότερους τραγέλαφους καὶ σκοτάδια, θὰ Σᾶς ἀποτελειώσει…”