Ο Θεός τον κάθε άνθρωπο τον παίρνει στην καλύτερη στιγµή της ζωής του, µε έναν ειδικό τρόπο, για να δώση την ψυχή του. Εάν δη ότι κάποιος θα γίνη καλύτερος, τον αφήνει να ζήση. Εάν δη όµως ότι θα γίνη χειρότερος, τον παίρνει, για να τον σώση. Μερικούς πάλι που έχουν αµαρτωλή ζωή, αλλά έχουν την διάθεση να κάνουν καλό, τους παίρνει κοντά Του, πριν προλάβουν να το κάνουν, επειδή ξέρει ότι θα έκαναν το καλό, µόλις τους δινόταν η ευκαιρία. Είναι δηλαδή σαν να τους λέη: «Μην κουράζεσθε, αρκεί η καλή διάθεση που έχετε». Άλλον, επειδή είναι πολύ καλός, τον διαλέγει και τον παίρνει κοντά Του, γιατί ο Παράδεισος χρειάζεται µπουµπούκια.

Πόσες µητέρες προσεύχονται και ζητούν να είναι τα παιδιά τους κοντά στον Θεό! «∆εν ξέρω, λένε, τι θα κάνης, Θεέ µου, θέλω να σωθή το παιδί µου, να είναι κοντά Σου». Αν τυχόν όµως ο Θεός δη ότι το παιδί θα παραστρατήση, ότι πηγαίνει στην καταστροφή και δεν υπάρχει άλλος τρόπος να σωθή, το παίρνει µε αυτόν τον τρόπο.

Επιτρέπει λ.χ. έναν µεθυσµένο να το χτυπήση µε το αυτοκίνητο και να το σκοτώση, και έτσι το παίρνει κοντά Του. Αν υπήρχε περίπτωση να γίνη καλύτερο, θα έφερνε ένα εµπόδιο να αποφύγη το ατύχηµα. Μετά ξεµεθάει και αυτός που χτύπησε το παιδί, έρχεται σε συναίσθηση και σε όλη του την ζωή τον πειράζει η συνείδησή του. «Εγκληµάτησα», λέει. Και παρακαλεί συνέχεια τον Θεό να τον συγχωρήση. Σώζεται και αυτός. Η µάνα πάλι µε τον πόνο της συµµαζεύεται, σκέφτεται τον θάνατο και ετοιµάζεται για την άλλη ζωή, οπότε σώζεται και αυτή.