Ήρθε κάποτε από την Γερµανία στο Καλύβι ένας πατέρας, που το κοριτσάκι του είχε αρχίσει να παραλύη. Οι γιατροί το είχαν ξεγράψει. Ήταν ο καηµένος τελείως απελπισµένος. «Κάνε κι εσύ µια θυσία, του είπα, για την υγεία του παιδιού σου. Να κάνης µετάνοιες, δεν µπορείς, να προσευχηθής, δεν µπορείς, εντάξει. Πόσα τσιγάρα καπνίζεις την ηµέρα;».

– «Τεσσεράµισι κουτιά», µου λέει.

– «Να καπνίζης ένα κουτί, του λέω, και τα χρήµατα που θα έδινες για τα υπόλοιπα να τα δίνης σε κανέναν φτωχό».

– «Να γίνη, Πάτερ, καλά το παιδί, µου λέει, και εγώ θα το κόψω το τσιγάρο».

– «Ε, τότε δεν θα έχη αξία, τώρα πρέπει να το κόψης, πέταξε το τσιγάρο, του λέω. ∆εν αγαπάς το παιδί σου;».

– «Εγώ δεν αγαπώ το παιδί µου; Από τον πέµπτο όροφο πετιέµαι κάτω για την αγάπη του παιδιού µου», µου λέει.

– «Εγώ δεν σου λέω να πεταχτής από τον πέµπτο όροφο κάτω, θα αφήσης το παιδί σου στον δρόµο κι εσύ θα χάσης την ψυχή σου. Εγώ σου λέω να κάνης κάτι εύκολο. Να, πέταξε τώρα τα τσιγάρα!».

Με κανέναν τρόπο δεν ήθελε να τα πετάξη. Και τελικά έφυγε έτσι και έκλαιγε! Πως να βοηθηθή αυτός ο άνθρωπος; Ενώ όσοι ακούν βοηθιούνται.