Ὅταν ἡ ἐνορία πάψει νὰ ταυτίζεται μὲ εὐχαριστιακὴ κοινότητα, σῶμα σχέσεων κοινωνίας, ὅταν αὐτονόητα θεωρεῖται “παράρτημα” ἢ “ὑποκατάστημα” κεντρικὰ διευθυνόμενου θρησκευτικοῦ θεσμοῦ, τότε γίνεται καὶ ἀριθμητικὰ ἀνεξέλεγκτη: Ὁ ἀριθμὸς τῶν ἐνοριτῶν δὲν προσδιορίζεται ἀπὸ τὸν στόχο νὰ συγκροτοῦν κοινότητα, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν στόχο νὰ ἐξυπηρετοῦνται ἀτομικὲς “θρησκευτικὲς ἀνάγκες”.

Καὶ ἡ ἐνορία, στὰ μεγάλα ἀστικὰ κέντρα, ἔχει ἀποδειχθεῖ ὅτι μπορεῖ νὰ ἐξυπηρετεῖ “θρησκευτικὲς ἀνάγκες” πολλῶν χιλιάδων ἢ καὶ δεκάδων χιλιάδων ἀτόμων. … Γι’ αὐτὸ προστίθεται στὴν ἴδια ἐνορία καὶ δεύτερος καὶ τρίτος – ὁλόκληρη ὁμάδα πρεσβυτέρων. Ἔτσι χάνεται ὁλοκληρωτικὰ ὁ στόχος συγκρότησης σώματος εὐχαριστιακοῦ μὲ ἕναν πατέρα καὶ ποιμένα, ἀφοῦ λειτουργὸς σὲ κάθε τέλεση Εὐχαριστίας στὸν ἴδιο ναὸ δὲν εἶναι πάντα ὁ ἴδιος πρεσβύτερος.

Ἡ ρωμαιοκαθολικὴ ἐκκλησία, ποὺ πρώτη ἀπώλεσε τὴν ἐπίγνωση καὶ τὴν πραγματικότητα τῆς ἐνορίας, καθιέρωσε τὶς πολλαπλές, διαδοχικὲς τελέσεις τῆς Εὐχαριστίας, τὴν ἴδια μέρα, στὸν ἴδιο ναό. Καί, μὲ τὴν ἐπέκταση τῆς ἀστικοποίησης, ἔσπευσαν καὶ οἱ λεγόμενες ὀρθόδοξες ἐκκλησίες νὰ τὴ μιμηθοῦν. …