Στὶς “ἐνορίες” τῶν νεωτερικῶν μεγαλουπόλεων ποὺ ἀριθμοῦν δεκάδες χιλιάδες “ἐνοριτῶν”, οἱ ἄνθρωποι μετέχουν στὴν Εὐχαριστία σὲ συνθῆκες ἀπόλυτης ὁ καθένας ἀνωνυμίας καὶ μοναξιᾶς. Ἄγνωστος μεταξὺ ἀγνώστων κάθε “ἐκκλησιαζόμενος”, περισσότερο μόνος ἀπὸ ὅ,τι σὲ μιὰν αἴθουσα κινηματογράφου, θεάτρου, συναυλίας ἢ σὲ κερκίδες γηπέδου. Προσεύχεται μόνος, κατανύσσεται, διδάσκεται, ἀγάλλεται ἢ θρηνεῖ μόνος, χωρὶς τίποτε νὰ κοινωνεῖ μὲ τοὺς γύρω του.
Καὶ περιμένει ὑπομονετικὰ στὴ σειρὰ νὰ “κοινωνήσει” ἄρτου καὶ οἴνου, βεβαιωμένος διανοητικὰ καὶ ψυχολογικὰ ὅτι δέχεται σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ ἀπὸ τὰ χέρια ἑνὸς λειτουργοῦ μὲ τὸν ὁποῖο δὲν ἔχει οὔτε κἂν μιὰ τυπικὴ κοσμικὴ γνωριμία – ὅπως δὲν ἔχει ἀνταλλάξει ποτὲ ἔστω μιὰ καλημέρα μὲ ὅσους “κοινωνοῦν” πρὶν ἢ μετὰ ἀπὸ αὐτὸν τοῦ κοινοῦ ποτηρίου.
Ἀπὸ Χρ. Γιανναρᾶ, Ἐνάντια στὴ θρησκεία.
Σελ. 12