Δίπλα ἀπ’ τὴν ἄρρωστην Ἑλλάδα μήπως ἡ ἀνθρωπότητα ὁλόκληρη τάχατε δὲν ἦταν στὸ κρεββάτι τοῦ θανάτου της;

Μ’ ὅση εἶχα δύναμη στὸ νοῦ καὶ στὸ κορμί μου ὑπόφερα ἀπ’ τὴν ἀγωνία ποὺ μοῦ ἔθετε αὐτὸ τὸ ἐρώτημα. Ἤξερα ὡστόσο πὼς ἡ Ἑλλάδα πρώτη ὑποδέχτηκε τὸ Λόγο τοῦ Ἰησοῦ.

Παραμερίζοντας τὰ στάδια τῆς διάλυσης τῆς ὅλης ζωτικότητάς της καὶ κρατῶντας ἀπὸ τὴ βαθύτερη κοινωνικὴ παράδοσή της ὅ,τι ὀργανικώτερο κι ἁγνότερο εἶχε, ἤξερα πὼς προχωροῦσε δίχως δισταγμὸ στὴν πιὸ μεγάλη λύτρωση, καὶ πὼς γι αὐτὸ τὸ λόγο στὴν οὐσία ὁ Ἕλληνας ὑπῆρξε ἀπὸ τὸν καιρὸ ἐκεῖνο ὁ πιὸ γνήσιος χριστιανός.

Καὶ τώρα ἐπρόσθετα, ποὺ κατ’ ἀνάγκη ἀνέκκλητη, ἡ Ἑλλάδα κι ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα μαζὶ καλεῖται νἄμπει μὲς στὴν πιὸ μεγάλη σφαῖρα τῆς Ἀγάπης… Αὐτὴ ἡ σφαῖρα δὲν μπορεῖ νἆναι ἄλλη ἀπὸ τὴ σφαῖρα τοῦ “Παράκλητου”.

(Ἀπὸ τὸν πρόλογο τοῦ Σικελιανοῦ στὴν τραγωδία του Ἀσκληπιός)