Ἱστορίες “θαυματοποιῶν” ἀνθρώπων ἢ “θεῶν” ποὺ ἐνανθρωπίζονται καὶ παρεμβαίνουν στὰ ἀνθρώπινα, εἶναι πολὺ συχνὲς σὲ πολλὲς θρησκευτικὲς παραδόσεις.

Τὸ διαφορετικὸ στὴν ἐκκλησιαστικὴ μαρτυρία εἶναι ὁ ἀποκλεισμὸς ἐκδοχῆς ἢ χρήσης τῶν σημείων τοῦ Χριστοῦ ὡς “θαυμάτων”: Ἀποκλείεται δηλαδὴ νὰ ἐκληφθοῦν καὶ νὰ λειτουργήσουν τὰ σημεῖα σὰν πειστήρια γιὰ νὰ καταστεῖ ἀναντίρρητη (ὑποχρεωτική, ἀνελεύθερη) ἡ ὑποταγὴ στὸ “κύρος” τοῦ Χριστοῦ, τῶν μαθητῶν του, τῆς διδασκαλίας του (Πρβλ. Ματθ. 4.1-11).

Γιὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἐμπειρία τὰ σημεῖα ποὺ ἐπιτελοῦσε ὁ Χριστὸς … ἀποκαλύπτουν ἕναν τρόπο ὑπάρξεως ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ πραγματοποιεῖται ἀπὸ ἄτομο τῆς ἀνθρώπινης φύσης (ἄνθρωπο κατὰ πάντα), δὲν ἀποκλείεται νὰ καθίσταται ἐφικτὸς (ἐνδεχομένως – [δηλαδή:] ὄχι δίχως προϋποθέσεις) σὲ κάθε ἄνθρωπο.