Ἡ Ἀκολουθία ἀρχίζει μὲ τὸ Πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας (χορὸς / ψάλτες) δοξολογῶντας τὸν Θεὸ γιὰ τὴν ἀγάπη ποὺ ἐμπνέει καὶ συγκεντρώνει, θεμελιώνοντας τὸν γάμο οὔτε στὴν τεκνοποιΐα, οὔτε στὴν διάκριση τῶν φύλων, οὔτε πουθενὰ ἀλλοῦ, παρὰ μόνο στὴν ἀγάπη καὶ τὴν ἐλευθερία, ὅταν ὁ Θεὸς ἑνώνει τοὺς μελλόνυμφους μεταξύ τους καὶ μὲ τὸν Ἴδιο.

Ἀκολουθοῦν ἐρωτήσεις τοῦ Ἱερέως πρὸς τοὺς μελλόνυμφους, ὅπου τονίζεται ὡς περιεχόμενο τοῦ γάμου ἡ ἄσκηση, δηλώνεται καὶ ρητὰ ὅτι πρόκειται γιὰ μυστήριο εἰς Χριστὸν καὶ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, διασφαλίζεται ἡ ἐλεύθερη μετοχὴ τῶν δύο, ὅτι δὲν ὑπάρχει οὔτε ἡ ἐλάχιστη ἀνάγκηβία γιὰ νὰ γίνει ὁ γάμος, ὅτι οἱ μελλόνυμφοι θὰ ὑπολογίζουν καθένας τὸν ἄλλο πάνω ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, καὶ θὰ ἔχουν τὴν μεταξύ τους ἀγάπη νὰ ἡγεῖται σὲ ὅλα καὶ νὰ παρηγορεῖ τὶς ὅποιες θλίψεις τῆς συμβίωσης. Ὁ Ἱερέας βεβαιώνει πὼς οἱ προθέσεις τους αὐτὲς εἶναι καλές, ἀλλὰ δὲν ἀρκοῦν, θὰ χρειαστεῖ κόπος γιὰ νὰ τὶς ὁλοκληρώσουν.

Στὴν συνέχεια τὸ Πλήρωμα ὑμνεῖ τὸν Χριστὸ γιὰ τὴν μεγάλη ἀγάπη τῆς Ἐνανθρώπησης καὶ τοῦ Πάθους Του, ὁ δὲ Λειτουργὸς παίρνει τὰ δακτυλίδια ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα, τὰ ἀποθέτει στὸ Ἱερὸ Εὐαγγέλιο καὶ πλησιάζει στοὺς μελλόνυμφους προτείνοντας τὸ Εὐαγγέλιο ὡς ἄλλη Παρουσία τοῦ Χριστοῦ, ἐνώπιον τοῦ ὁποίου ζητάει πάλι νὰ βεβαιώσουν ὅτι προσέρχονται στὸν γάμο ἐλεύθερα, ὅτι δὲν ὑπάρχει τίποτα ποὺ νὰ ἐκβιάζει τὴν ἀπόφασή τους. Οἱ μελλόνυμφοι βεβαιώνουν πὼς ἡ ἐπιθυμία τους γιὰ τὴν ἕνωσή τους εἶναι ἀνόθευτη καὶ αὐτάρκης, καὶ ὁ Λειτουργὸς προσεύχεται στὸν Θεὸ Πατέρα νὰ τοὺς δώσει τὴν τέλεια ἀγάπη καὶ ἑνότητα ποὺ ὑπάρχει στὴν Ἁγία Τριάδα, δοξολογῶντας Τον γιὰ τὴν ἁγιότητα ποὺ χαρίζει στὴν κτίση Του.