Ἂν κατορθώσει κανεὶς νὰ συζεῖ μὲ τὸν κόσμο, ὅπως τὸ λάδι καὶ τὸ νερὸ στὸ καντήλι ποὺ δὲν ἀνακατεύονται, τότε εἶναι ἐν Θεῷ. Ἐν τῷ κόσμῳ ἀλλ΄ οὐκ ἐκ τοῦ κόσμου.

Ὅταν τὸ ἐγὼ σπάσει καὶ γίνει ἐσύ, κι ὅταν καὶ τὸ ἐσὺ σπάσει καὶ γίνουν καὶ τὰ δυὸ μαζὶ Ἐκεῖνος, τότε ὅλοι μας γινόμαστε δικοί Του.

Ὅταν γιὰ κάτι νοιώθεις ἕνα ξεσήκωμα, μία λαχτάρα, ἕνα «ἄχ», τότε, μετὰ ἀπὸ ἕνα χρονικὸ διάστημα, ποὺ ὁ Θεὸς καθορίζει, θὰ γίνει.

Ἐμεῖς οἱ ἴδιοι δὲν μποροῦμε ν΄ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ κανένα μας ἐλάττωμα. Ἐκεῖνος μᾶς τὰ βγάζει, ἕνα-ἕνα.

Σὰν τὸν Σίμωνα τὸν Κυρηναῖο πρέπει νὰ εἴμαστε πάντα ἕτοιμοι νὰ τρέξουμε εἰς βοήθειαν τοῦ συνανθρώπου.

Ἂν βρεθεῖ ξένος ποὺ θὰ κατακρίνει τὴν Ἑλλάδα ἢ τὴν Ὀρθοδοξία, δὲν θὰ ταυτίζεις τὰ λεγόμενα μὲ τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ καὶ δὲν θὰ τοῦ ἀναφέρεις ποτὲ τὰ χαρμόσυνα, ὅπως εἶναι ἡ ἀνεύρεσις τιμίων Λειψάνων ἢ ἄλλα θαυμαστὰ ποὺ συμβαίνουν ἐδῶ.

Ἂχ Κύριε! Συγχώρεσέ μας ποὺ καμμιὰ φορὰ περπατᾶμε καμαρωτὰ σὰν τὰ πετειναράκια μὲ τὸ λοφίο τους ποὺ νομίζουν ὅτι κάποια εἶναι.

Κακόμοιροι ἄνθρωποι! Ἐκλαμβάνουμε τὸ φθαρτὸ γιὰ Ἀθάνατο καὶ τὸ Ἀθάνατο γιὰ ἀνύπαρκτο.