Δὲν εἶναι αὐτὸ ποὺ λέμε, ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ ζοῦμε. Δὲν εἶναι αὐτὸ ποὺ κάνουμε, ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ εἴμαστε.

Ὅταν δὲν περισπᾶται ὁ νοῦς στὰ κοσμικὰ καὶ εἶναι ἑνωμένος μὲ τὸν Θεό, τότε καὶ ἡ καλημέρα ποὺ θὰ ποῦμε, εἶναι σὰν νὰ δίνει εὐλογία.

Στὴ ζωή μας, στὴν ἀρχὴ ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ τὴν παρουσία κάποιου ἄλλου προσώπου ἀγαπητοῦ ἢ φιλικοῦ. Ὅσο προχωροῦμε, ὁ Ἕνας, ὁ Θεός, μᾶς γεμίζει μὲ τὴν Ἀγάπη καὶ τὴν Χαρά Του τόσο ὥστε κανένας νὰ μὴν χρειάζεται πιά. Ὅλα αὐτὰ τὰ κάνει στὴν ἀρχὴ ἡ ψυχὴ γιατὶ ἀκόμα δὲν ξέρει Ποιὸν ἀγαπᾶ καὶ θαρρεῖ πὼς εἶναι ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος…

Ὁ Θεὸς πολλὲς φορὲς δὲν θέλει τὴν πράξη, ἀλλὰ τὴν διάθεση. Τοῦ ἀρκεῖ νὰ σὲ δεῖ πρόθυμο νὰ κάνεις τὴν Ἐντολή Του.

Ὁ Θεὸς ὅταν μᾶς ἔκανε, μᾶς ἔδωσε τὴν Ζωὴ καὶ μᾶς ἐμφύσησε τὸ Πνεῦμα Του. Αὐτὸ τὸ Πνεῦμα εἶναι ἡ Ἀγάπη. Ὅταν μᾶς ἐγκαταλείψει ἡ ἀγάπη, τότε γινόμαστε πτώματα. Εἴμαστε νεκροὶ πιά.

Γιὰ νὰ φτάσεις στὸ δὲν ὑπάρχω, ἀγαπᾶς, ἀγαπᾶς, ἀγαπᾶς, κι ἔτσι ταυτίζεσαι ἀπόλυτα μὲ τὸν Ἄλλο, τὸν ἑκάστοτε Ἄλλο, καὶ τότε στὸ τέλος τῆς ἡμέρας ἀναρωτιέσαι: Θέλω τίποτε; Ὄχι. Ἐπιθυμῶ τίποτε; Ὄχι. Μοῦ λείπει τίποτε; Ὄχι… Αὐτὸ εἶναι!