Ἂν ὅλο αὐτὸ ἔχει γιὰ αἰτία του τὸ κακοστημένο παραμύθι ἑνὸς Ἑβραίου, μερικὲς σελίδες ποὺ δὲν διακρίνονται οὔτε κἂν γιὰ λογοτεχνικὴ ἀρτιότητα, οἱ εὐρωπαϊκοὶ λαοὶ καὶ πρῶτοι οἱ Ἕλληνες ἀποτελοῦν μοναδικὲς περιπτώσεις ἀσύλληπτης παράνοιας — οἱ λαοὶ ποὺ δημιούργησαν ὅ,τι πιὸ ἀξιόλογο στὶς ἐπιστῆμες, στὶς καλὲς τέχνες, στὴν πολιτική, στὴν τεχνολογία, στὴν οἰκονομία, στὴ φιλοσοφία, στὴ λογοτεχνία, ἤδη πρὸ Χριστοῦ στὴν περίπτωση τῶν Ἑλλήνων.
Χρειάζεται λοιπὸν μεγάλη προσοχὴ στὰ ὅρια, ὅταν διακρίνεται ὁ μῦθος ἀπὸ τὴν ἱστορία, ὁ μῦθος ὡς πηγὴ τῆς ἱστορίας καὶ ἡ ἱστορία ὡς ἀφορμὴ τοῦ μύθου. …
*
Ἡ ἴδια ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ παρουσιάζεται μυθοσυμβολικά. Ποιός μιλάει ὅλη τὴν ὥρα μὲ παραβολὲς καὶ ἀποφθέγματα; Ὅσο κι ἂν χρησιμοποιοῦσε ἀκόμα καὶ αὐτολεξεὶ τέτοιο ὑλικό, κυρίαρχος θὰ παρέμενε ὁ προσωπικὸς λόγος καὶ τὰ ὑπόλοιπα θὰ προέκυπταν μὲ φυσιολογικὴ συχνότητα.
Πάντως στὸ τέταρτο εὐαγγέλιο ὁ λόγος Του γίνεται πιὸ προσωπικός. Ἡ ἔρευνα τείνει νὰ ἀναγνωρίζει στὸ εὐαγγέλιο αὐτὸ περισσότερο μιὰ ἑρμηνεία τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ, καὶ δὲν ἔχει ἄδικο. Τὸ ἔχει γιὰ πρόβλημα, ἐνῶ εἶναι πλεονέκτημα. Ὅπως δὲν ὑπάρχει ὁ λόγος μου χωρὶς τὸν δικό Του, ἔτσι εἶναι ἀδύνατο νὰ ὑπάρχει γιὰ μένα ὁ λόγος Του χωρὶς τὸν δικό μου. …
*
Ἀποδίδοντας ἀκλόνητο κῦρος στὰ βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης ἡ χριστιανοσύνη ἄρχισε νὰ λατρεύει τὸν δογματισμὸ καὶ ἔφθασε νὰ δικαιολογεῖ μὲ σοφιστεῖες ἀκόμα καὶ τὶς πιὸ ἀσυνάρτητες σελίδες, ποὺ μόνο λίγες δὲν εἶναι. Γρήγορα οἱ πιστοὶ κατάντησαν νὰ προσεγγίζουν τὸ κείμενο περίπου ὡς μαγικό, ὅπου καὶ μόνο προφέροντας ὁρισμένες φράσεις ἐξασφάλιζαν τὴ θεία δύναμη.