Ὁ Εὐαγγελιστὴς δὲν διστάζει νὰ περιγράφει ἀκόμη καὶ κίνητρα, ὅπως σὲ κάθε διήγημα οἱ ἥρωες παρουσιάζονται μέσα καὶ ἀπὸ σκέψεις καὶ ὁρμὲς ποὺ καμμιὰ φορὰ οὔτε οἱ ἴδιοι δὲν ἔχουν συνειδητοποιήσει. Ἔτσι, γιὰ παράδειγμα, μὲ ἐκεῖνον ποὺ ἐκπειράζων ἀνέκρινε τὸν Ἰησοῦ γιὰ τὴν αἰώνια ζωή, κι ἔπειτα θέλων δικαιοῦν ἑαυτὸν ρώτησε ποιὸς εἶναι ὁ ‘πλησίον’. Καὶ τόσα ἀκόμη, τὰ περισσότερα, ποὺ κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ γνωρίζει. …
*
Μέσα ἀπὸ τὴν ἀποδοχή της ὡς ἱστορικοῦ καὶ θεολογικοῦ κειμένου ἡ Καινὴ Διαθήκη στηρίζει τὴ χριστιανοσύνη γιὰ αἰῶνες. Χάνοντας ὅλο αὐτὸ χάνουμε μιὰ σημαντικὴ δύναμη, ἀπομένοντας ὄχι στὸ κενὸ ἀλλὰ στὴν εὐθύνη μας καὶ σὲ νέο ἔδαφος. Γιατί θὰ συνέφερε νὰ κρύβεται κανεὶς ἀπὸ τὴν πραγματικότητα, γιὰ νὰ ζήσει ποῦ;
Ἡ Καινὴ Διαθήκη περιέχει ἄφθονα στοιχεῖα ἐπινοημένα (δὲν λέω πλαστά, ὅπως δὲν θὰ τὸ ἔλεγα οὔτε γιὰ μυθιστορήματα) ὅσο κι ἂν παρουσιάζονται μὲ τὴ μορφὴ ἐξιστόρησης. Τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ συγγραφεῖς γνωρίζουν πὼς ἐπινοοῦν καὶ ὅμως παρουσιάζουν τὸ ἔργο τους ὡς ‘ἱστορία’, ‘ἀπομνημονεύματα’, κ.τ.ὅ. εἶναι μιὰ ἐξαπάτηση, ἔστω καλοπροαίρετη. Οἱ συγγραφεῖς τῶν μυθιστορημάτων δὲν κρύβουν πὼς ἡ προέλευση τῶν ἔργων τους βρίσκεται στὴ φαντασία τους, ἀκόμη καὶ δηλώνοντας ὅτι ἐμπνέονται ἀπὸ ἱστορικὰ γεγονότα. Καὶ πάλι δὲν πρόκειται γιὰ ‘πλαστότητα’. …
*
Ὅποιος νοιώθει ἀνασφάλεια ἐπειδὴ οὔτε ὁ Χριστὸς δὲν ἔχει τελείως ἀντικειμενικὴ ὑπόσταση ἀλλὰ εἶναι καὶ ὁ Ἴδιος σὲ μεγάλο βαθμὸ δική μας ἀπόφαση, θὰ βοηθοῦσε νὰ συνειδητοποιήσει ὅτι στὸ ζήτημα αὐτὸ ἄγνοια καὶ ἀνασφάλεια δὲν ἐπιβάλλονται: δὲν ἔχει παρὰ νὰ γνωρίσει τὸν Χριστὸ προσωπικὰ καὶ νὰ διαπιστώσει ἰδίοις ὄμμασι ἂν εἶναι πρόσωπο τοῦ παραμυθιοῦ ἢ τῆς πραγματικότητας, καὶ πῶς ἀκριβῶς εἶναι.