Οἱ τολμηροὶ ἄνθρωποι ποτὲ δὲν φοβοῦνται τὸν θάνατο, γι’ αὐτὸ καὶ ἀγωνίζονται μὲ φιλότιμο καὶ αὐταπάρνηση. Ἐπειδὴ βάζουν μπροστά τους τὸν θάνατο καὶ τὸν σκέφτονται καθημερινά, ἑτοιμάζονται πιὸ πνευματικὰ καὶ ἀγωνίζονται τολμηρότερα.

Ἡ ζωὴ εἶναι τυλιγμένη μὲ τὴν θνητὴ σάρκα. Τὸ μεγάλο αὐτὸ μυστικὸ δὲν εἶναι εὔκολο νὰ τὸ καταλάβουν ὅσοι ἄνθρωποι εἶναι μόνο «σάρκες», γι᾿ αὐτὸ δὲν θέλουν νὰ πεθάνουν, δὲν θέλουν οὔτε νὰ ἀκούσουν γιὰ θάνατο. Ἔτσι ὁ θάνατος γι᾿ αὐτοὺς εἶναι διπλὸς θάνατος καὶ διπλὴ στενοχώρια.

*

– Γέροντα, ἔγινε ἡ τελικὴ διάγνωση. Ὁ ὄγκος ποὺ ἔχετε εἶναι καρκίνος, καὶ μάλιστα ἄγριος.

– Φέρε ἕνα μαντήλι νὰ χορέψω τὸ «Ἔχε γειά, καημένε κόσμε»! Ἐγὼ ποτὲ δὲν χόρεψα στὴν ζωή μου, ἀλλὰ τώρα ἀπὸ τὴν χαρά μου ποὺ πλησιάζει ὁ θάνατος θὰ χορέψω.

*

Μερικοί, ἀκόμη καὶ γέροι, ἂν τοὺς πῆ ὁ γιατρὸς «θὰ πεθάνης» ἢ «πενῆντα τοῖς ἑκατὸ ὑπάρχει ἐλπίδα νὰ ζήσης», στενοχωριοῦνται. Θέλουν νὰ ζήσουν. Τί θὰ βγάλουν; Ἀπορῶ!

Ἂν εἶναι κανεὶς νέος, ἔ, κάπως δικαιολογεῖται, ἀλλὰ ἕνας γέρος νὰ κάνη προσπάθεια νὰ ζήση, αὐτὸ δὲν τὸ καταλαβαίνω.