Γι᾿ αὐτὸ λέω ὅτι ἕνας πνευματικὸς ἄνθρωπος δὲν ἔχει θλίψεις. Ὅταν ἡ ἀγάπη αὐξηθῆ καὶ καῆ ἡ καρδιὰ ἀπὸ τὸν θεῖο ἔρωτα, δὲν μπορεῖ νὰ σταθῆ πλέον θλίψη. Ἡ μεγάλη ἀγάπη πρὸς τὸν Χριστὸ ὑπερνικᾶ τοὺς πόνους καὶ τὶς ταλαιπωρίες ποὺ τοῦ προξενοῦν οἱ ἄνθρωποι…

Γιὰ ἕναν κοσμικὸ τὸ νὰ ἐκτελεσθῆ ἢ νὰ δαρθῆ ἢ ἁπλῶς νὰ διωχθῆ ἄδικα, εἶναι πολὺ ὀδυνηρό. Ἐμεῖς ὅμως πρέπει νὰ τὰ ζητᾶμε αὐτὰ καὶ νὰ τὰ ὑπομένουμε γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Νὰ ἐπιδιώκουμε τὴν ἀτιμία, τὴν περιφρόνηση, τὴν ὕβρη, γιατὶ φέρνουν κέρδη στὴν ψυχή μας. Ἕνας οἰκογενειάρχης λ.χ. ἔχει ἀνάγκες καὶ ζητᾶ νὰ δικαιωθῆ, γιατὶ σκέφτεται πῶς θὰ ζήσουν καὶ αὐτὸς καὶ τὰ καημένα τὰ παιδιά του, ἂν χάση τὴν ὑπόληψή του ἢ ἂν χρεωκοπήση. Γι᾿ αὐτὸ οἱ κοσμικοὶ ἔχουν ἐλαφρυντικά, ἐνῶ ἐμεῖς δὲν ἔχουμε ἐλαφρυντικά.

Ὅταν μᾶς ἀδικοῦν κι ἐμεῖς δεχώμαστε τὴν ἀδικία, τότε στὴν οὐσία εὐεργετούμαστε. Μὲ συκοφαντοῦν λ.χ. ὅτι ἔκανα κάποιο ἔγκλημα καὶ μὲ κλείνουν στὴν φυλακὴ ἄδικα; Ἐντάξει. Ἔχω ἀναπαυμένη τὴν συνείδησή μου, ἀφοῦ δὲν ἔκανα τὸ ἔγκλημα, ἔχω καὶ οὐράνιο μισθό. Ὑπάρχει μεγαλύτερη εὐεργεσία; Δὲν γογγύζω, ἀλλὰ δοξολογῶ τὸν Θεό: «Πῶς νὰ Σὲ εὐχαριστήσω, Θεέ μου, ποὺ δὲν ἔκανα τὸ ἔγκλημα; Ἂν τὸ εἶχα κάνει, δὲν θὰ ἄντεχα τὶς τύψεις τῆς συνειδήσεως». Τότε γίνεται Παράδεισος ἡ φυλακή. Μὲ χτύπησε κάποιος ἄδικα; «Δόξα Σοι, Κύριε! Ἴσως ξοφλήσω κάποια ἁμαρτία· κάποτε καὶ ἐγὼ εἶχα χτυπήσει κάποιον». Μὲ ἔβρισαν ἄδικα; «Δόξα Σοι, Κύριε! Τὸ δέχομαι γιὰ τὴν ἀγάπη Σου, ποὺ ραπίσθηκες καὶ ὑβρίσθηκες γιὰ χάρη μου»