— Δὲν εἶπα κάτι τέτοιο, τοῦ λέει τέλος ὁ Μαυρομαρᾶς, κάπως ἐνοχλημένος ἀλλά… νὰ γίνεις κοινωνικώτερος.
— Καὶ μήπως δὲν εἶμαι;
— Ναί, μά…
— Νὰ γίνω δηλαδὴ καὶ γὼ σὰν τοὺς ἄλλους, νὰ τοὺς μιμοῦμαι καὶ νὰ τοὺς ἀντιγράφω γιὰ νὰ τοὺς ἀρέσω.
— Ὄχι, ὄχι δὲν ἐννοῶ αὐτό, ἀλλὰ νὰ προσαρμόζεσαι κάθε τόσο μὲ τὴν κατάσταση Γιαννούλη.
— Νὰ γίνω δηλαδὴ ψεύτικος καὶ τεχνητός, κι ὄχι αὐτὸς ποὺ εἶμαι…
— Χρειάζεται Γιαννούλη. [Ἐπιτέλους! Τὸν κατάφερε νὰ παραδεχτεῖ αὐτὸ ποὺ πιστεύει!]
— Μὰ θὰ συνηθίσω τότε νὰ ἐπαναλαμβάνω σὰν πίθηκος ἐκεῖνο ποὺ κάνουν οἱ ἄλλοι, ὁπότε θὰ πάψω πιὰ νὰ εἶμαι ὁ Γιαννούλης καὶ κάποιος ἄλλος ψεύτικος καὶ ἴσως κακὸς καὶ ἀνήθικος Γιαννούλης θὰ πάρει τὴ θέση μου…