— Δὲν ἀρκεῖ αὐτὸ Γιαννούλη, πρέπει νὰ σὲ ὑπολογίζουν σὰν ἕνα δραστήριο καὶ περισσότερο κοινωνικὸ στοιχεῖο.

— Καὶ γιὰ νὰ μὲ ὑπολογίζουν, τοῦ ἀπαντάει ἀμέσως κάπως νευριασμένος ὁ Γιαννούλης, τότε πρέπει νὰ κάνω ὅ,τι κάνουν οἱ ἄλλοι, ν’ ἀρχίσω νὰ βγάζω λόγους, νὰ τοὺς κολακεύω, νὰ ὑποκλίνομαι μπροστά τους, νὰ τοὺς κάνω τὰ κέφια, δηλαδὴ μὲ λίγα λόγια νὰ τοὺς ξεσκονίζω, γιὰ νὰ τοὺς γίνω ἀρεστός. Αὐτὰ μόνον ἕνας ἄνθρωπος χωρὶς χαρακτῆρα, χωρὶς δική του προσωπικότητα μπορεῖ νὰ τὸ κάνει καὶ ὄχι ἐγώ.

Ὁ Μαυρομαρᾶς ἀποστομώνεται μή ξέροντας τί νὰ τοῦ ἀπαντήσει.

— Δὲν εἶπα κάτι τέτοιο, τοῦ λέει τέλος ὁ Μαυρομαρᾶς, κάπως ἐνοχλημένος ἀλλά… νὰ γίνεις κοινωνικώτερος.

— Καὶ μήπως δὲν εἶμαι;

— Ναί, μά…

— Νὰ γίνω δηλαδὴ καὶ γὼ σὰν τοὺς ἄλλους, νὰ τοὺς μιμοῦμαι καὶ νὰ τοὺς ἀντιγράφω γιὰ νὰ τοὺς ἀρέσω.

— Ὄχι, ὄχι δὲν ἐννοῶ αὐτό, ἀλλὰ νὰ προσαρμόζεσαι κάθε τόσο μὲ τὴν κατάσταση Γιαννούλη.

— Νὰ γίνω δηλαδὴ ψεύτικος καὶ τεχνητός, κι ὄχι αὐτὸς ποὺ εἶμαι…

— Χρειάζεται Γιαννούλη. [Ἐπιτέλους! Τὸν κατάφερε νὰ παραδεχτεῖ αὐτὸ ποὺ πιστεύει!]